Μια φορά έβγαλε ο βασιλέας διαταγή να κόψουν τους γέρους γιατί το ψωμί ήταν λίγο. Ο ένας έκρυψε τον πατέρα του. Όταν τελείωσαν εφώναξε ο βασιλιάς τους νέους και τους λέει «εκόψετε τους γέρους». Λένε αυτοί «ναι». Λέει ο βασιλιάς ύστερα «θέλω αύριο ναμου πήτε ποιος θα πρωτοδή τον ήλιο. Όποιος δε μου πη θα τον κόψω». Επήγαν όλοι να κοιτάξουν ποιος θα τον πρωτοδή. Αυτός που ΄χε κρύψει τον πατέρα επήε και του το ‘πε. Λέει ο γέρος. «Μη φοβάσαι θα πας εκεί. Όλοι θα κοιτάζουν ανατολικά, εσύ θα κοιτάζης δυτικά γιατί ο ήλιος όταν πρωτοβγή φαίνεται στη δύση. Έτσι έκαμε ο υιός του και είδε πρώτος τον ήλιο και το ‘πε του βασιλιά. Ο βασιλιάς εκατάλαβε πως κάποιος τον οδήγησε. Άλλη φορά τους λέει: Θα πάμε στην άμμο και θα μου φτειάξετε ένα κορδόνι (= γραμμή) στην άμμο, ούτε φαρδύ ούτε στενό και ίσιο. Όλοι τα μπερδέψανε το πράμα ήτο δύσκολο. Πάει το παιδί και το λέει στον πατέρα του. Λέει του ο γέρος «Μη φοβάσαι». Το πρωί πάει το παιδί στον πατερα του λέει όταν θα πάτε εκεί πέρα να του πήτε φτειάξε μας εσύ λίγο, πέντε έξε αργιές για το βλέπωμε να το φτειάξωμε το ίδιο, όπως το θες. Άμα του ‘πε το παιδί έτσι του βασιλιά του λέει ο βασιλιάς, «Ποιος σε διάταξε και μου είπες έτσι». «Κανένας» Πες μου την αλήθεια. Τότες αναγκάστηκε και του είπε ότι του τα είπε ο πατέρας του και ότι τον έχει κρυμμένο στο κατώϊ και του δίνει από το ψωμάκι που ‘χε κ’ έτρωε. Τότε καλεί και τους άλλους και τους λέει: «Αυτός έκρυψε τον πατέρα του και του δίνει να τρώη από το ψωμάκι του. Εσείς γιατί τους κόψατε. Από τότε έπαψαν να σκοτώνουν τους γέρους.

Μια φορά έβγαλε ο βασιλέας διαταγή να κόψουν τους γέρους γιατί το ψωμί ήταν λίγο. Ο ένας έκρυψε τον πατέρα του. Όταν τελείωσαν εφώναξε ο βασιλιάς τους νέους και τους λέει «εκόψετε τους γέρους». Λένε αυτοί «ναι». Λέει ο βασιλιάς ύστερα «θέλω αύριο ναμου πήτε ποιος θα πρωτοδή τον ήλιο. Όποιος δε μου πη θα τον κόψω». Επήγαν όλοι να κοιτάξουν ποιος θα τον πρωτοδή. Αυτός που ΄χε κρύψει τον πατέρα επήε και του το ‘πε. Λέει ο γέρος. «Μη φοβάσαι θα πας εκεί. Όλοι θα κοιτάζουν ανατολικά, εσύ θα κοιτάζης δυτικά γιατί ο ήλιος όταν πρωτοβγή φαίνεται στη δύση. Έτσι έκαμε ο υιός του και είδε πρώτος τον ήλιο και το ‘πε του βασιλιά. Ο βασιλιάς εκατάλαβε πως κάποιος τον οδήγησε. Άλλη φορά τους λέει: Θα πάμε στην άμμο και θα μου φτειάξετε ένα κορδόνι (= γραμμή) στην άμμο, ούτε φαρδύ ούτε στενό και ίσιο. Όλοι τα μπερδέψανε το πράμα ήτο δύσκολο. Πάει το παιδί και το λέει στον πατέρα του. Λέει του ο γέρος «Μη φοβάσαι». Το πρωί πάει το παιδί στον πατερα του λέει όταν θα πάτε εκεί πέρα να του πήτε φτειάξε μας εσύ λίγο, πέντε έξε αργιές για το βλέπωμε να το φτειάξωμε το ίδιο, όπως το θες. Άμα του ‘πε το παιδί έτσι του βασιλιά του λέει ο βασιλιάς, «Ποιος σε διάταξε και μου είπες έτσι». «Κανένας» Πες μου την αλήθεια. Τότες αναγκάστηκε και του είπε ότι του τα είπε ο πατέρας του και ότι τον έχει κρυμμένο στο κατώϊ και του δίνει από το ψωμάκι που ‘χε κ’ έτρωε. Τότε καλεί και τους άλλους και τους λέει: «Αυτός έκρυψε τον πατέρα του και του δίνει να τρώη από το ψωμάκι του. Εσείς γιατί τους κόψατε. Από τότε έπαψαν να σκοτώνουν τους γέρους.
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Μια φορά έβγαλε ο βασιλέας διαταγή να κόψουν τους γέρους γιατί το ψωμί ήταν λίγο. Ο ένας έκρυψε τον πατέρα του. Όταν τελείωσαν εφώναξε ο βασιλιάς τους νέους και τους λέει «εκόψετε τους γέρους». Λένε αυτοί «ναι». Λέει ο βασιλιάς ύστερα «θέλω αύριο ναμου πήτε ποιος θα πρωτοδή τον ήλιο. Όποιος δε μου πη θα τον κόψω». Επήγαν όλοι να κοιτάξουν ποιος θα τον πρωτοδή. Αυτός που ΄χε κρύψει τον πατέρα επήε και του το ‘πε. Λέει ο γέρος. «Μη φοβάσαι θα πας εκεί. Όλοι θα κοιτάζουν ανατολικά, εσύ θα κοιτάζης δυτικά γιατί ο ήλιος όταν πρωτοβγή φαίνεται στη δύση. Έτσι έκαμε ο υιός του και είδε πρώτος τον ήλιο και το ‘πε του βασιλιά. Ο βασιλιάς εκατάλαβε πως κάποιος τον οδήγησε. Άλλη φορά τους λέει: Θα πάμε στην άμμο και θα μου φτειάξετε ένα κορδόνι (= γραμμή) στην άμμο, ούτε φαρδύ ούτε στενό και ίσιο. Όλοι τα μπερδέψανε το πράμα ήτο δύσκολο. Πάει το παιδί και το λέει στον πατέρα του. Λέει του ο γέρος «Μη φοβάσαι». Το πρωί πάει το παιδί στον πατερα του λέει όταν θα πάτε εκεί πέρα να του πήτε φτειάξε μας εσύ λίγο, πέντε έξε αργιές για το βλέπωμε να το φτειάξωμε το ίδιο, όπως το θες. Άμα του ‘πε το παιδί έτσι του βασιλιά του λέει ο βασιλιάς, «Ποιος σε διάταξε και μου είπες έτσι». «Κανένας» Πες μου την αλήθεια. Τότες αναγκάστηκε και του είπε ότι του τα είπε ο πατέρας του και ότι τον έχει κρυμμένο στο κατώϊ και του δίνει από το ψωμάκι που ‘χε κ’ έτρωε. Τότε καλεί και τους άλλους και τους λέει: «Αυτός έκρυψε τον πατέρα του και του δίνει να τρώη από το ψωμάκι του. Εσείς γιατί τους κόψατε. Από τότε έπαψαν να σκοτώνουν τους γέρους.

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (EL)

Παραδόσεις

Ικαρία, Ράχες


1962




Λ. Α. αρ. 2449, σελ. 259 -260, Γεωργ. Σπυριδάκη, Ικαρία, (περιοχή Ραχών), Γιαλισκάρι, 1962

Text

Greek




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)