Τότε που τους χαλάγανε τους γέρους έβγαλε μια φορά ο βασιλιάς μια διαταή όσοι έχουν γέρους στα σπίτι τους, να τους χαλάσουν ούλους. Τους πήρανε τους κακόμοιρους τους γέρους και μια και δυο στο γκρεμό τους σκοτώσανε. Ένα παιδί αγάπαγε πολύ το πατέρα του και δεν ήθελε να τον γκρεμίση. Έπιασε λοιπόν και τον έκρυψε στο κατώϊ και του κουβάλαγε ψωμί, φαΐ. Κάποια βολά έβαλε ο βασιλιάς στοίχημα, ποιος θα ιδή τον ήλιο μπροστηνότερα, όγοιος χάση να πλερώγη τρακόσα φλωριά. Πάει εκείνο το παλληκάρ που είχε κρυμμένο το γέρο και τόνε βλέπει ο πατέρας του και ήτονε σικλετισμένος. «Τι έχεις, παιδάκι μου; - Τι να έχω, πατέρα μου, που αυτό κι αυτό το στοίχημα μας έβαλε ο βασιλιάς. – Ξέρεις τι να κάνης; αύριο σα θα πάτε να τηράξετε τον ήλιο που θα βγαίνη, εσύ να μην τηράξης κατά κει που βγαίνει ο ήλιος, να τηράξης το βουνό από την άλλη μεριά, που θα χτυπήση ο ήλιος και θα τον ιδής μπροστηνότερα.» Πάει το παιδί το άλλο πρωΐ, κάνει όπως τον ορμήνεψε ο πατέρας του. Μόλις χτύπησε ο ήλιος τ’ αντικρυνό βουνό, τους λέει: «Έντοσες ο ήλιος!. Έχασε το στοίχημα ο βασιλιάς. Τους λέει: «Κάποιον γέρο έχουτε κρυμμένο και σας ορμήνεψε.» Πήγανε πλια τον βρήκανε το γέρο. Από τότε τους αφήνανε τους γέρους, δεν τους χαλάγανε.
This item is provided by the institution :
Academy of Athens
Repository :
Archives of Proverbs and Popular Legends of the Hellenic Folklore Research Centre, Academy of Athens