Στη βόρεια πλευρά της οροσειράς του Πενταδακτύλου χωμένα στους λόφους, στ’ απόσκια του βουνού βλαστάνουν τα κάτασπρα σπιτάκια της Ακάνθους. Στα παλιά χρόνια το τότε μικρό χωριό ήταν κτισμένο πολύ δυτικώτερα, έβλεπε τη θάλασσα κι’ ο λίβας το χάϊδευε ευεργετικά τα καυτερά του βράδυα. Ωστόσο κατά τη διάρκεια των εκδρομών των Σαρακηνών δοκιμάστηκε πολύ σκληρά. Το πλούσιο χωριό γινότανε εύκολος στόχος στους βάρβαρους Σαρακηνούς πειρατές που το αφάνιζαν κυριολεκτικά σε κάθε τους επιδρομή. Σε μια τέτοια επιδρομή έτυχε στο χωριό να γίνεται γάμος. Οι Σαρακηνοί απ’ το καράβι τους είδανε το άπλετο φως στο χωριό και κινήσανε να δούνε τι τρέχει. Ο αρχιπειρατής κι’ ο δεύτερος του με μια βάρκα ξεμπαρκάρανε στη στεριά και μια και δυο νάτους στο σπίτι του γάμου. Ήτανε ώρα που χόρευε τ΄ αντρόγυνο κι’ ο αρχικουρσάρος σεβάστηκε τη στιγμή κι έκατσε να γλεντήση. Η ομορφιά της νύφης τόνε μάγεψε κι’ αρχίζει πάνω στο κέφι το τραγούδι. Ώσπου στέκει το φεγγάρι στέκ’ η νυφη στο καμάρι. Άμα γείρη το φεγγάρι πάει η νύφη στο καράβι. Ο γαμπρός ερμήνεψε σωστά τα λόγια του Σαρακηνού, και φυγάδεψε τη γυναίκα του στ΄άγρια βουνά να γλυτώση την ατίμωση και τη σκλαβιά. Την πράξη του όμως αυτή την πλήρωσε ακριβά, γιατί χολωμένος ο αρχικουρσάρος τον έσυρε στη σκλαβιά. Η νύφη με τους δικούς της περπάτησε, περπάτησε και τέλος έφτασε σε μια ρεματιά γιομάτη αγκάθια, γαϊδουράγκαθα, και χώθηκε να σωθή. Σιγά σιγά το χωριό τράβηξε ανατολικώτερα και σε λίγα χρόνια κτίστηκε σε κείνη την απόμερη ρεματιά, που δεν έβλεπε τη θάλασσα, ένα νέο χωριό που πήρε τ’ όνομα Ακανθού. Για την ονομασία του χωριού υπάρχουν δύο εκδοχές. Ότι τάχατες πήρε, τ’ όνομα της νύφης που λεγόταν Ανθούσα. Ωστόσο πιο σίγουρο είναι ότι το χωριό πήρε τ’ όνομα του από τα πολλά αγκάθια που βλαστούνε στην περιοχή γύρω κει.
This item is provided by the institution :
Academy of Athens
Repository :
Archives of Proverbs and Popular Legends of the Hellenic Folklore Research Centre, Academy of Athens