Στη Βορειοανατολική άκρη του χωριού μας, σε παλαιότερα χρόνια κατοικούσαν δυο πεντάρφανα αδέρφια, ο Λοής και η Μαρκαρού. Παντρεύτηκε κι ο Λοής και έμεινε παντέρημη η Μαρκαρού. Μια βροχερή νύχτα η κοπέλα, καθόταν κοντά στο τζάκι, δουλεύοντας το «δουλάπι». Σε μια στιγμή, μια αστραπιαία σκιά της έκοψε την δουλειά και το σιγοτραγούδημά της. Μόλις πρόφτασε να δη ένα ανθρώπινο όγκο να κρύβεται κάτω από το κρεβάτι. Πάντως δε φώναξε, έκανε τάχα πως δεν αντελήφθη τον ανεπιθύμητο επισκέπτη κι’ εξακολούθησε τη δουλειά της, ζητώντας συγχρόνως τρόπο να γλιτώση. Σε λίγο τον βρήκε. «Ένα δυνατό τραγούδι αντήχησε και γινόταν δυνατώτερο στο «Βρε Λοή». Σας παραθέτω το όλο τραγούδι. – Νιέμ μ’ αρμάει η μάννα μου τζιαί νιέν μου ώση άντρα τζίαι νιέν τον λαλούν Βρε Λοή τζιαί Βρε Λοή. Ο Λοής που βρισκόταν στο μοναδικό καφενείο του χωριού κάπου δίπλα στο σχολείο, ακούοντας το όνομά του κατάλαβε πως κάτι κακό συμβαίνει στην αδελφή του. Σύροντας την πιστόλα έτρεξε στο σπίτι της αδελφής του. Σε λίγο, ο ανεπιθύμητος εκείνος επισκέπτης, πούταν ένας κατάμαυροας πελώριος άνθρωπος, κειτόταν νεκρός. Έτσι παρέμεινε από τότε η ονομασία «Βρακτή του Λοή», εκεί που άλλοτε ήταν χτισμένο το σπίτι της Μαρκαρούς.
This item is provided by the institution :
Academy of Athens
Repository :
Archives of Proverbs and Popular Legends of the Hellenic Folklore Research Centre, Academy of Athens