Σέρβου (στου) = χωριό. (το χωριό μου). Λένε πως τα παλιά χρόνια στη θέσι που βρίσκεται σήμερα το χωριό υπήρχε ένα άλλο χωριό δέκα φορές μεγαλύτερο και πυκνότερα (μια γάτα μπορούσε να περπατήση όλα τα κεραμύδια των σπιτιών δίχως να πατήση στη γης). Αλλά βούλιαξε η γης και το χωριό χάθηκε. Ερημιά και τίποτ’ άλλο. Μονάχα ένας κόκορης ακουγιότανε που λαλούσε κάπου βαθιά στη γης. Στερνά απ’ αυτό, ένας από άλλο κράτος, κυνηγημένος, λένε, πως έφτιασε καλύβα εκεί και τον λέγανε τον τόπο, στου Σέρβου την Καλύβα. Ο άνθρωπος εκείνος πέθανε χωρίς ν’ αφήκη τίποτ’ άλλο εξόν από μια καλυβίτσα, που έκαμε ο ίδιος. Εκεί γύρω από την καλύβα κείνη γινήκανε κι άλλες καλύβες. Στερνότερα τις άλλες, κι άλλες και τώρα οι καλύβες γίνανε χωριό και το λένε Σέρβου.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών