Ο Κωσταντής ο Αγγελικούσης εφύλαγε το χωργιό του το Κοίλα κ’ έναντι και το Δερφίνι για κανένα κάτεργκο. Εφεύγαν οι άθρωποι απέ τα Κοίλα και πηγαίναν στο Δερφίνι να μαζώνουν τα σύκα των. Και ένας αράπης που κάτω στου Μώρον την σπηλιάν, που λέγομεν, κ’ εκατάβαινε ο Μώρος και τους επούλα στους Φράγκους. Επήγαν και καμαν παράπονα στον Κωσταντήν τον Αγγελικούσην τον ανδρειωμένον και λέγουν του, «βρε αδερφέ εσύ φυλάγεις τα Κοιλά κ’ εμείς καταββαίννομεν κάτω στο Δερφίνι να μαζώσωμε τα σύκα μας και μας πιάνει Μώρος και μας πουλά στους Φράγκους.» Πιάνει ευτός κ ήλλαξε την φορεσιάν του, για να μην τον εγνωρίση ο Μώρος και κατιβαίνει κάτω στο Δερφίνι, και ανιβαίνει σε μιαν συκιάν κ’ εμάζωνε σύκα. Ο Μώρος δεν τον εγνώρισε και πα από κάτω αφ’ την συκιάν και λέγει του, «είντα κάμνεις βρε επάνω;» Ο ανδρειωμένος του λέγει, «τρώγω σύκα». Ο Μώρος του αγρίεψε, κατιβαίνει κάτω ο ανδρειωμένος να πιάση τον Μώρον. Στο κατίβασμα του ανδρειωμένου, τον εγνώρισεν ο Μώρος. Επήγεν να κόψη, αλλά τον έπιασεν ο ανδρειωμένος και τον έδεσεν και λέγει του. «Να μου βρης τους συντρόφους, σου γιατί θα σε κάμω κομμάτια» και λέγει του ο Μώρος «άφηνέ με, μη με σκοτώσης και σε δυο ώρες θα άρτουν τα κάτεργκα». Εν πέρασα δυο ώρες και ήρταν τα κάτεργκα,και είχαν μέσα εκατόν είκοσι νομάτους. Για να μη φύγουν τα κάτεργκα, βάλλει τον Μώρον και φωνάζει των «ελάτε που σας έχω αθρώπους πιασμένους, να τους πάρετε και να ρτετε όλλοι γιατί είν’ πολλοί, να μη μου φύγουν.» Εσηκώθηκαν εκείνοι κ’ ήρταν όλλοι. Την ώραν που είδαν τον Μώρον με τον άνθρωπον μαζίν, εκόψαν να μπουν μέσ’ στα κάτεργκα γιατί εγνώρισαν πως ήτο ανδρειωμένος. Κείνος τον εκόλλησε από πίσω και δεν εμπόρεσαν να μπουν εις τας βάρκες κ’ επέσαν μέσα εις την Απόβαν κ’ επνίγησαν όλλοι. Επήρε κ’ εκείνος το Μώρον και δένει τον κ’ εκωλόσυρνε απ’ οπίσω του. Εφώναζεν ο αράπης, και λεγεν του εκείνος «ακολούθα και θα σε κάμω παρσάδες.» Εκεί επιάσε και κατάκοψεν και από τότες ελευθερώθησαν. Ο ανδρειωμένος όταν εγεννάτο τον διαλαλούσαν στο τρίστρατον μέσ’ στο χωργιό «ώστε να φα την μάνναν του, ας φα την κεφαλήν του.»

Ο Κωσταντής ο Αγγελικούσης εφύλαγε το χωργιό του το Κοίλα κ’ έναντι και το Δερφίνι για κανένα κάτεργκο. Εφεύγαν οι άθρωποι απέ τα Κοίλα και πηγαίναν στο Δερφίνι να μαζώνουν τα σύκα των. Και ένας αράπης που κάτω στου Μώρον την σπηλιάν, που λέγομεν, κ’ εκατάβαινε ο Μώρος και τους επούλα στους Φράγκους. Επήγαν και καμαν παράπονα στον Κωσταντήν τον Αγγελικούσην τον ανδρειωμένον και λέγουν του, «βρε αδερφέ εσύ φυλάγεις τα Κοιλά κ’ εμείς καταββαίννομεν κάτω στο Δερφίνι να μαζώσωμε τα σύκα μας και μας πιάνει Μώρος και μας πουλά στους Φράγκους.» Πιάνει ευτός κ ήλλαξε την φορεσιάν του, για να μην τον εγνωρίση ο Μώρος και κατιβαίνει κάτω στο Δερφίνι, και ανιβαίνει σε μιαν συκιάν κ’ εμάζωνε σύκα. Ο Μώρος δεν τον εγνώρισε και πα από κάτω αφ’ την συκιάν και λέγει του, «είντα κάμνεις βρε επάνω;» Ο ανδρειωμένος του λέγει, «τρώγω σύκα». Ο Μώρος του αγρίεψε, κατιβαίνει κάτω ο ανδρειωμένος να πιάση τον Μώρον. Στο κατίβασμα του ανδρειωμένου, τον εγνώρισεν ο Μώρος. Επήγεν να κόψη, αλλά τον έπιασεν ο ανδρειωμένος και τον έδεσεν και λέγει του. «Να μου βρης τους συντρόφους, σου γιατί θα σε κάμω κομμάτια» και λέγει του ο Μώρος «άφηνέ με, μη με σκοτώσης και σε δυο ώρες θα άρτουν τα κάτεργκα». Εν πέρασα δυο ώρες και ήρταν τα κάτεργκα,και είχαν μέσα εκατόν είκοσι νομάτους. Για να μη φύγουν τα κάτεργκα, βάλλει τον Μώρον και φωνάζει των «ελάτε που σας έχω αθρώπους πιασμένους, να τους πάρετε και να ρτετε όλλοι γιατί είν’ πολλοί, να μη μου φύγουν.» Εσηκώθηκαν εκείνοι κ’ ήρταν όλλοι. Την ώραν που είδαν τον Μώρον με τον άνθρωπον μαζίν, εκόψαν να μπουν μέσ’ στα κάτεργκα γιατί εγνώρισαν πως ήτο ανδρειωμένος. Κείνος τον εκόλλησε από πίσω και δεν εμπόρεσαν να μπουν εις τας βάρκες κ’ επέσαν μέσα εις την Απόβαν κ’ επνίγησαν όλλοι. Επήρε κ’ εκείνος το Μώρον και δένει τον κ’ εκωλόσυρνε απ’ οπίσω του. Εφώναζεν ο αράπης, και λεγεν του εκείνος «ακολούθα και θα σε κάμω παρσάδες.» Εκεί επιάσε και κατάκοψεν και από τότες ελευθερώθησαν. Ο ανδρειωμένος όταν εγεννάτο τον διαλαλούσαν στο τρίστρατον μέσ’ στο χωργιό «ώστε να φα την μάνναν του, ας φα την κεφαλήν του.»
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Ο Κωσταντής ο Αγγελικούσης εφύλαγε το χωργιό του το Κοίλα κ’ έναντι και το Δερφίνι για κανένα κάτεργκο. Εφεύγαν οι άθρωποι απέ τα Κοίλα και πηγαίναν στο Δερφίνι να μαζώνουν τα σύκα των. Και ένας αράπης που κάτω στου Μώρον την σπηλιάν, που λέγομεν, κ’ εκατάβαινε ο Μώρος και τους επούλα στους Φράγκους. Επήγαν και καμαν παράπονα στον Κωσταντήν τον Αγγελικούσην τον ανδρειωμένον και λέγουν του, «βρε αδερφέ εσύ φυλάγεις τα Κοιλά κ’ εμείς καταββαίννομεν κάτω στο Δερφίνι να μαζώσωμε τα σύκα μας και μας πιάνει Μώρος και μας πουλά στους Φράγκους.» Πιάνει ευτός κ ήλλαξε την φορεσιάν του, για να μην τον εγνωρίση ο Μώρος και κατιβαίνει κάτω στο Δερφίνι, και ανιβαίνει σε μιαν συκιάν κ’ εμάζωνε σύκα. Ο Μώρος δεν τον εγνώρισε και πα από κάτω αφ’ την συκιάν και λέγει του, «είντα κάμνεις βρε επάνω;» Ο ανδρειωμένος του λέγει, «τρώγω σύκα». Ο Μώρος του αγρίεψε, κατιβαίνει κάτω ο ανδρειωμένος να πιάση τον Μώρον. Στο κατίβασμα του ανδρειωμένου, τον εγνώρισεν ο Μώρος. Επήγεν να κόψη, αλλά τον έπιασεν ο ανδρειωμένος και τον έδεσεν και λέγει του. «Να μου βρης τους συντρόφους, σου γιατί θα σε κάμω κομμάτια» και λέγει του ο Μώρος «άφηνέ με, μη με σκοτώσης και σε δυο ώρες θα άρτουν τα κάτεργκα». Εν πέρασα δυο ώρες και ήρταν τα κάτεργκα,και είχαν μέσα εκατόν είκοσι νομάτους. Για να μη φύγουν τα κάτεργκα, βάλλει τον Μώρον και φωνάζει των «ελάτε που σας έχω αθρώπους πιασμένους, να τους πάρετε και να ρτετε όλλοι γιατί είν’ πολλοί, να μη μου φύγουν.» Εσηκώθηκαν εκείνοι κ’ ήρταν όλλοι. Την ώραν που είδαν τον Μώρον με τον άνθρωπον μαζίν, εκόψαν να μπουν μέσ’ στα κάτεργκα γιατί εγνώρισαν πως ήτο ανδρειωμένος. Κείνος τον εκόλλησε από πίσω και δεν εμπόρεσαν να μπουν εις τας βάρκες κ’ επέσαν μέσα εις την Απόβαν κ’ επνίγησαν όλλοι. Επήρε κ’ εκείνος το Μώρον και δένει τον κ’ εκωλόσυρνε απ’ οπίσω του. Εφώναζεν ο αράπης, και λεγεν του εκείνος «ακολούθα και θα σε κάμω παρσάδες.» Εκεί επιάσε και κατάκοψεν και από τότες ελευθερώθησαν. Ο ανδρειωμένος όταν εγεννάτο τον διαλαλούσαν στο τρίστρατον μέσ’ στο χωργιό «ώστε να φα την μάνναν του, ας φα την κεφαλήν του.»

Μαδιάς, Γεώργιος
Μαδιάς, Γεώργιος (EL)

Παραδόσεις

Χίος, Καρδάμυλα


1916




Γεώργιος Ηλ. Μαδδιάς, Καρδάμυλα Χίου, Λαογραφία Ε,1915 - 1916 σελ. 217, αρ. 2

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.