Οι Οβριοί δεν τον χώνευαν τον Χριστό κι ήθελαν να τον πιάσουν. Έβαλαν τα δυνατά τους να τον βρουν. Στα χαμένα όμως, γιατί τον έκρυβε ο κοσμάκης για τα καλά που τους έκανε. Βρέθηκε ‘κείνος ο ασχώρετος ο Γιούδας και τον πρόδωσε. Πάνε οι Οβριοί την νύχτα να τον πιάκουν. Ο Χριστός για να γλυτώση πάει να κρυφτή ανάμεσα στα λυκοφαομένα (γίδια). Εκείνα τα καταραμένα σκόρπισαν. Βλέπει παρακατήσια ένα κοπάδι πρόβατα. Ας πάω, λέει, κατ’ εκεί, μπας και σωθώ. Κείνα τον έκρυψαν κι σώθηκε. Τα βλόγησε και καταράστηκε τα γίδια. Γι’ αυτό, μωρ’ ψυχούλα μ’, τα λυκοφαομένα μας βγάζουν τη ψυχή ανάποδα στη βοσκή. Εμ, τι περιμένεις από καταραμένα ζούδια.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών