Ένας γέρος ήταν ζωντανός με λέπρα σπυριά στα μούτρα και γύρευε ζωντανά στο χωριό μας. Ένας του λέει γιατί παπού είσαι έτσι. Τότε του λέει είμαι έτσι γιατί αυτό που θέλω εγώ δεν μπορώ να το βρω πουθενά. Τότε πίεσαν να πη τι θέλη. Ένα αντρόγυνο αγαπημένο τους λέει ο ζητιάνος θέλω να πάρετε ένα παιδί καλό παιδί να το βάλητε στο φούρνο να ψηθή και τη στάχτη να την ρίξω στα σπυριά να γίνω καλά. Άναψε το φούρνο το αντρόγυνο, κάηκε ο φούρνος, έβαλαν το παιδί μέσα και έκλεισαν το φούρνο. Μετά μια ώρα θα πάμε να ανοίξουμε το φούρνο να πάρουμε τη στάχτη να ρίξουμε στο γέρο. Αλλά ο γέρος ευλόγησε και έσβυσε η φωτιά και πάει νερό μέσα στο φούρνο. Μετά ρώτησαν το γέρο να πάνε να ανοίξουν τους λέει ο γέρος να πάνε τώρα. Πήγαν και άνοιξαν και βρήκαν το παιδί να κάθεται μέσα στο φούρνο και να διαβάζι ένα βιβλίο. Μετά από αυτό τους ευλόγησε και να κερδίζουν χρήματα και τους είπε δεν είμαι γέρος, αλλά είμαι ο «Χριστός».
This item is provided by the institution :
Academy of Athens
Repository :
Archives of Proverbs and Popular Legends of the Hellenic Folklore Research Centre, Academy of Athens