Είναι χρόνια, από τότε πολλά παραπολλά ολόκληροι αιώνες, από τον καιρό, που ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, βασίλευεν επί της γης. Μια μέρα θέλησεν ο Κύριος να πάει σε μια πόλι, που ήταν μακρυά πολύ. Τράβηξε λοιπόν και πήγαινε. Μα ο δρόμος ήτανε πολύ μακρύς κι έκανε και ζέστη! Έσκαζαν τα λιθάρια! Έτσι, που ο Χριστός σταματούσε κάθε λίγο στον δρόμο, για να ξανασαίνη. Αλλά μόλις σταματούσε ο Χριστός, ο διάολος, που τον παρακολουθούσε για να τον ενοχλή, σήκωνε τόσα σύννεφα από σκόνη, στο δρόμο, που ο Χριστός πνιγόταν και αναγκαζότανε να σηκωθή και να εξακολουθήση την οδοιπορία του. Μόλις σηκωνόταν και ξεκινούσε πάλιν ο Χριστός αμέσως εχανότανε κι η σκόνη. Βάδιζε, βάδιζε, βάδιζε ο Ιησούς Χριστός και τέλος έφτασε σε ένα δάσος αρκετά πυκνό και σκιερό, θότανε, ξεσπάει μια θύελλα από ορυγές απαίσιες και μουγκρητά τρομακτικά. Κι ως να γυρίση το μάτι του βλέπει να βγαίνουν από όλες τις μεριές του δάσους άγρια θηρία, λυσσασμένα, ν’ ανοίγουν τα στόματά τους, με κάτι μεγάλα δόντια, και κάτι νύχια σαν μαχαίρια, και να τ΄ απλώνουνε απάνω του! Ο Ιησούς, κατάλαβε αμέσως, ότι αυτό ήτανε έργο του Σατανά, και ούτε πρόσεξε καν τα θηρία, αν και αυτά κάμανε ένα κύκλο γύρω του, και ούρλιαζαν και τρίζανε τα δόντια τους και ξεσχίζανε τα δέντρα με τα νύχια τους. Η Ιησούς αναπαύθηκε εκεί αρκετά, και όταν ξεκουράστηκε θέλησε να εξακολουθήση τον δρόμον του και πάλι. Επειδή όμως δεν έφευγαν τα θηρία από γύρω του, άπλωσε το χέρι του και έκαμε το σημείο του σταυρού. Και τότε, όλα τα θηρία χάθηκαν από μπρος του σαν να ήτανε καπνός και κάθησε εκεί, για να αναπαυθή λίγο. Αλλά έξαφνα, εκεί όπου κα. Αλλά αν κι έφυγαν και χάθηκαν όλα τα θηρία, ένας μονάχα σκύλος δεν κινήθηκε διόλου, από τη θέσι του, ένας χοντρόσκυλος, μαλλιαρός και άγριος, με κόκκινα μάτια. (Τον καιρό εκείνον, οι σκύλοι δεν ήσαν φίλοι του ανθρώπου, αλλά ήτανε εχτροί του και ζούσανε, όπως και τα θηρία στα δάση). Μόλις λοιπόν ο Κύριος ξεκίνησε, ο σκύλος τον ακολούθησε γαυγίζοντας, θέλοντας να δαγκάση το ιμάτιό του. Ο Ιησούς, αγαθός και πράος, του έρριξε ένα κομμάτι ψωμιού λέγοντας. – Αν πεινάς, πάρε αυτό και φάγε. Αλλά το ζώο, ούτε που άγγιξε διόλου το ψωμί, αλλά εξακολουθούσε να γαυγίζη και να τρίζη άγρια τα δόντια του. Ο Ιησούς γύρισε και πάλιν και του είπε. – Ησύχασε σου λέω! – Αλλά το ζώο δεν ησύχαζε. Τότε γυρίζει ο Χριστός και του λέει με μια έντονη φωνή. – Δε θέλεις να φύγης και να ζήσης ήσυχο στο δάσος, με τα άλλα τα θηρία τους συντρόφούς σου; Τώρα περισσότερο λυσσούσε το σκυλί. – Καλά λοιπόν , του είπεν ο Χριστός. Αμήν, αμήν, σου λέγω, ότι από τη στιγμή αυτή δεν θα μπορέσεις πειά να ζήσης μακρυά από τον άνθρωπο! Θα γίνης δούλος του και υποτακτικός του. Και όχι μονάχα αυτό, μα ποτέ ομόνοια δεν θα έχης με τα θηρία, τ’ άλλα αγρίμια, που ήσαν πρώτα φίλοι σου! Αμέσως μ’ αυτά τα λόγια του Κυρίου, το σκυλί σταμάτησε, έπαψε να γαυγίζη, ταπεινώθηκε και ακολούθησε τον Ιησού, σείοντας την ουρά του, σαν να χαιρόταν για την καταδίκη, που του έδωκε, να γίνη δούλος, φύλακας των ανθρώπων και μέγας εχθρός των άλλων αγριμιών. Και από εκείνη την ημέρα, δεν τον άφησε πειά καθόλου τον Χριστό. Και όταν ο Χριστός οδοιπορούσε σε ερημιές και σε μέρη άγρια, κι έμενε χωρίς φαΐ, και πεινούσε, ο πιστός σκύλος, έτρεχε και έπιανε κανένα άγριο ζώο ή κανένα πουλί και του το πήγαινε να το φάη. Όταν πάλιν ο Χριστός αναπαυότανε, ο σκύλος αγρυπνούσε κοντά του, και όταν κανένα ζώον ή κανένας άνθρωπος κακός ήθελε να τον πλησιάση, ο σκύλος του ριχνόταν και τον έδιωχνε. Πέρασε καιρός πολύς. Και όταν μια ημέρα, σταυρώθηκε ο Χριστός, το πλήθος των Ιουδαίων, που είχε μαζευτεί στον Γολγοθά, για να τον περιπαίξουνε, είδε κι έπαθε για να γλυτώση από ένα άγριο σκυλί, που ριχνόταν σαν λυσσασμένο απάνω τους, και δάγκανε όσους εύρισκε μπροστά.

Είναι χρόνια, από τότε πολλά παραπολλά ολόκληροι αιώνες, από τον καιρό, που ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, βασίλευεν επί της γης. Μια μέρα θέλησεν ο Κύριος να πάει σε μια πόλι, που ήταν μακρυά πολύ. Τράβηξε λοιπόν και πήγαινε. Μα ο δρόμος ήτανε πολύ μακρύς κι έκανε και ζέστη! Έσκαζαν τα λιθάρια! Έτσι, που ο Χριστός σταματούσε κάθε λίγο στον δρόμο, για να ξανασαίνη. Αλλά μόλις σταματούσε ο Χριστός, ο διάολος, που τον παρακολουθούσε για να τον ενοχλή, σήκωνε τόσα σύννεφα από σκόνη, στο δρόμο, που ο Χριστός πνιγόταν και αναγκαζότανε να σηκωθή και να εξακολουθήση την οδοιπορία του. Μόλις σηκωνόταν και ξεκινούσε πάλιν ο Χριστός αμέσως εχανότανε κι η σκόνη. Βάδιζε, βάδιζε, βάδιζε ο Ιησούς Χριστός και τέλος έφτασε σε ένα δάσος αρκετά πυκνό και σκιερό, θότανε, ξεσπάει μια θύελλα από ορυγές απαίσιες και μουγκρητά τρομακτικά. Κι ως να γυρίση το μάτι του βλέπει να βγαίνουν από όλες τις μεριές του δάσους άγρια θηρία, λυσσασμένα, ν’ ανοίγουν τα στόματά τους, με κάτι μεγάλα δόντια, και κάτι νύχια σαν μαχαίρια, και να τ΄ απλώνουνε απάνω του! Ο Ιησούς, κατάλαβε αμέσως, ότι αυτό ήτανε έργο του Σατανά, και ούτε πρόσεξε καν τα θηρία, αν και αυτά κάμανε ένα κύκλο γύρω του, και ούρλιαζαν και τρίζανε τα δόντια τους και ξεσχίζανε τα δέντρα με τα νύχια τους. Η Ιησούς αναπαύθηκε εκεί αρκετά, και όταν ξεκουράστηκε θέλησε να εξακολουθήση τον δρόμον του και πάλι. Επειδή όμως δεν έφευγαν τα θηρία από γύρω του, άπλωσε το χέρι του και έκαμε το σημείο του σταυρού. Και τότε, όλα τα θηρία χάθηκαν από μπρος του σαν να ήτανε καπνός και κάθησε εκεί, για να αναπαυθή λίγο. Αλλά έξαφνα, εκεί όπου κα. Αλλά αν κι έφυγαν και χάθηκαν όλα τα θηρία, ένας μονάχα σκύλος δεν κινήθηκε διόλου, από τη θέσι του, ένας χοντρόσκυλος, μαλλιαρός και άγριος, με κόκκινα μάτια. (Τον καιρό εκείνον, οι σκύλοι δεν ήσαν φίλοι του ανθρώπου, αλλά ήτανε εχτροί του και ζούσανε, όπως και τα θηρία στα δάση). Μόλις λοιπόν ο Κύριος ξεκίνησε, ο σκύλος τον ακολούθησε γαυγίζοντας, θέλοντας να δαγκάση το ιμάτιό του. Ο Ιησούς, αγαθός και πράος, του έρριξε ένα κομμάτι ψωμιού λέγοντας. – Αν πεινάς, πάρε αυτό και φάγε. Αλλά το ζώο, ούτε που άγγιξε διόλου το ψωμί, αλλά εξακολουθούσε να γαυγίζη και να τρίζη άγρια τα δόντια του. Ο Ιησούς γύρισε και πάλιν και του είπε. – Ησύχασε σου λέω! – Αλλά το ζώο δεν ησύχαζε. Τότε γυρίζει ο Χριστός και του λέει με μια έντονη φωνή. – Δε θέλεις να φύγης και να ζήσης ήσυχο στο δάσος, με τα άλλα τα θηρία τους συντρόφούς σου; Τώρα περισσότερο λυσσούσε το σκυλί. – Καλά λοιπόν , του είπεν ο Χριστός. Αμήν, αμήν, σου λέγω, ότι από τη στιγμή αυτή δεν θα μπορέσεις πειά να ζήσης μακρυά από τον άνθρωπο! Θα γίνης δούλος του και υποτακτικός του. Και όχι μονάχα αυτό, μα ποτέ ομόνοια δεν θα έχης με τα θηρία, τ’ άλλα αγρίμια, που ήσαν πρώτα φίλοι σου! Αμέσως μ’ αυτά τα λόγια του Κυρίου, το σκυλί σταμάτησε, έπαψε να γαυγίζη, ταπεινώθηκε και ακολούθησε τον Ιησού, σείοντας την ουρά του, σαν να χαιρόταν για την καταδίκη, που του έδωκε, να γίνη δούλος, φύλακας των ανθρώπων και μέγας εχθρός των άλλων αγριμιών. Και από εκείνη την ημέρα, δεν τον άφησε πειά καθόλου τον Χριστό. Και όταν ο Χριστός οδοιπορούσε σε ερημιές και σε μέρη άγρια, κι έμενε χωρίς φαΐ, και πεινούσε, ο πιστός σκύλος, έτρεχε και έπιανε κανένα άγριο ζώο ή κανένα πουλί και του το πήγαινε να το φάη. Όταν πάλιν ο Χριστός αναπαυότανε, ο σκύλος αγρυπνούσε κοντά του, και όταν κανένα ζώον ή κανένας άνθρωπος κακός ήθελε να τον πλησιάση, ο σκύλος του ριχνόταν και τον έδιωχνε. Πέρασε καιρός πολύς. Και όταν μια ημέρα, σταυρώθηκε ο Χριστός, το πλήθος των Ιουδαίων, που είχε μαζευτεί στον Γολγοθά, για να τον περιπαίξουνε, είδε κι έπαθε για να γλυτώση από ένα άγριο σκυλί, που ριχνόταν σαν λυσσασμένο απάνω τους, και δάγκανε όσους εύρισκε μπροστά.
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Είναι χρόνια, από τότε πολλά παραπολλά ολόκληροι αιώνες, από τον καιρό, που ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, βασίλευεν επί της γης. Μια μέρα θέλησεν ο Κύριος να πάει σε μια πόλι, που ήταν μακρυά πολύ. Τράβηξε λοιπόν και πήγαινε. Μα ο δρόμος ήτανε πολύ μακρύς κι έκανε και ζέστη! Έσκαζαν τα λιθάρια! Έτσι, που ο Χριστός σταματούσε κάθε λίγο στον δρόμο, για να ξανασαίνη. Αλλά μόλις σταματούσε ο Χριστός, ο διάολος, που τον παρακολουθούσε για να τον ενοχλή, σήκωνε τόσα σύννεφα από σκόνη, στο δρόμο, που ο Χριστός πνιγόταν και αναγκαζότανε να σηκωθή και να εξακολουθήση την οδοιπορία του. Μόλις σηκωνόταν και ξεκινούσε πάλιν ο Χριστός αμέσως εχανότανε κι η σκόνη. Βάδιζε, βάδιζε, βάδιζε ο Ιησούς Χριστός και τέλος έφτασε σε ένα δάσος αρκετά πυκνό και σκιερό, θότανε, ξεσπάει μια θύελλα από ορυγές απαίσιες και μουγκρητά τρομακτικά. Κι ως να γυρίση το μάτι του βλέπει να βγαίνουν από όλες τις μεριές του δάσους άγρια θηρία, λυσσασμένα, ν’ ανοίγουν τα στόματά τους, με κάτι μεγάλα δόντια, και κάτι νύχια σαν μαχαίρια, και να τ΄ απλώνουνε απάνω του! Ο Ιησούς, κατάλαβε αμέσως, ότι αυτό ήτανε έργο του Σατανά, και ούτε πρόσεξε καν τα θηρία, αν και αυτά κάμανε ένα κύκλο γύρω του, και ούρλιαζαν και τρίζανε τα δόντια τους και ξεσχίζανε τα δέντρα με τα νύχια τους. Η Ιησούς αναπαύθηκε εκεί αρκετά, και όταν ξεκουράστηκε θέλησε να εξακολουθήση τον δρόμον του και πάλι. Επειδή όμως δεν έφευγαν τα θηρία από γύρω του, άπλωσε το χέρι του και έκαμε το σημείο του σταυρού. Και τότε, όλα τα θηρία χάθηκαν από μπρος του σαν να ήτανε καπνός και κάθησε εκεί, για να αναπαυθή λίγο. Αλλά έξαφνα, εκεί όπου κα. Αλλά αν κι έφυγαν και χάθηκαν όλα τα θηρία, ένας μονάχα σκύλος δεν κινήθηκε διόλου, από τη θέσι του, ένας χοντρόσκυλος, μαλλιαρός και άγριος, με κόκκινα μάτια. (Τον καιρό εκείνον, οι σκύλοι δεν ήσαν φίλοι του ανθρώπου, αλλά ήτανε εχτροί του και ζούσανε, όπως και τα θηρία στα δάση). Μόλις λοιπόν ο Κύριος ξεκίνησε, ο σκύλος τον ακολούθησε γαυγίζοντας, θέλοντας να δαγκάση το ιμάτιό του. Ο Ιησούς, αγαθός και πράος, του έρριξε ένα κομμάτι ψωμιού λέγοντας. – Αν πεινάς, πάρε αυτό και φάγε. Αλλά το ζώο, ούτε που άγγιξε διόλου το ψωμί, αλλά εξακολουθούσε να γαυγίζη και να τρίζη άγρια τα δόντια του. Ο Ιησούς γύρισε και πάλιν και του είπε. – Ησύχασε σου λέω! – Αλλά το ζώο δεν ησύχαζε. Τότε γυρίζει ο Χριστός και του λέει με μια έντονη φωνή. – Δε θέλεις να φύγης και να ζήσης ήσυχο στο δάσος, με τα άλλα τα θηρία τους συντρόφούς σου; Τώρα περισσότερο λυσσούσε το σκυλί. – Καλά λοιπόν , του είπεν ο Χριστός. Αμήν, αμήν, σου λέγω, ότι από τη στιγμή αυτή δεν θα μπορέσεις πειά να ζήσης μακρυά από τον άνθρωπο! Θα γίνης δούλος του και υποτακτικός του. Και όχι μονάχα αυτό, μα ποτέ ομόνοια δεν θα έχης με τα θηρία, τ’ άλλα αγρίμια, που ήσαν πρώτα φίλοι σου! Αμέσως μ’ αυτά τα λόγια του Κυρίου, το σκυλί σταμάτησε, έπαψε να γαυγίζη, ταπεινώθηκε και ακολούθησε τον Ιησού, σείοντας την ουρά του, σαν να χαιρόταν για την καταδίκη, που του έδωκε, να γίνη δούλος, φύλακας των ανθρώπων και μέγας εχθρός των άλλων αγριμιών. Και από εκείνη την ημέρα, δεν τον άφησε πειά καθόλου τον Χριστό. Και όταν ο Χριστός οδοιπορούσε σε ερημιές και σε μέρη άγρια, κι έμενε χωρίς φαΐ, και πεινούσε, ο πιστός σκύλος, έτρεχε και έπιανε κανένα άγριο ζώο ή κανένα πουλί και του το πήγαινε να το φάη. Όταν πάλιν ο Χριστός αναπαυότανε, ο σκύλος αγρυπνούσε κοντά του, και όταν κανένα ζώον ή κανένας άνθρωπος κακός ήθελε να τον πλησιάση, ο σκύλος του ριχνόταν και τον έδιωχνε. Πέρασε καιρός πολύς. Και όταν μια ημέρα, σταυρώθηκε ο Χριστός, το πλήθος των Ιουδαίων, που είχε μαζευτεί στον Γολγοθά, για να τον περιπαίξουνε, είδε κι έπαθε για να γλυτώση από ένα άγριο σκυλί, που ριχνόταν σαν λυσσασμένο απάνω τους, και δάγκανε όσους εύρισκε μπροστά.

Άγνωστος συλλογέας
Άγνωστος συλλογέας (EL)

Παραδόσεις

Θεσσαλία, Βόλος


1937




Εφημ. Θεσσαλία Βόλου 1 Μαίου 1937

Text

Greek




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)