Μια φορά η μυίγα επείραζε μόνο τα πρόβατα και ο τσοπάνος δεν ησύχαζε ποτέ. Ο Θεός επέρασε σα φτωχός από ένα αγελαδάρη εκεί που έβοσκε τα βόδια. Του εζήτησε να πάη να του φέρη νερό. Ο αγελαδάρης εσήκωσε το πόδι του και του έδειξε σ’ ένα μέρος να πάη μόνος να πιή νερό. Ο Θεός προχώρησε κ’ ευρήκε πιο πέρα ένα τσοπάνο. Εζήτησε κι από τον τσοπάνο νερό και ο τσοπάνος του είπε. Δεν μπορώ να πάω γιατί τα πρόβατα φεύγουν από την μυίγα» Λέει του ο Θεός. «Πήγαινε να μου φέρης νερό κ’ εγώ θα τα φυλάξω τα πρόβατα». Έφυγε ο τσοπάνος για το νερό. Ο Θεός τότε, που ήταν μεσημεριάτικο, εκάρφωσε στο χώμα την αγκλίτσα του και έβαλε επάνω την κάπα του (παλτό) και εμαζευτήκανε κάτω απ’ αυτήν τα πρόβατα. Ο τσοπάνος του έφερε σε λίγο το νερό και ήπιε ο Θεός και είπε «Εσύ από τώρα και πέρα θα κάθεσαι ήσυχα με τα πρόβατα και ο αγελαδάρης θα φυλάη τα βόδια με την μυίγα. Από τότε η μυίγα έπιασε τα βόδια και ο αγελαδάρης εφώναζε στον Θεό «έλα παππού να σου φέρω νερό». Αλλά ο Θεός του είπε «Τώρα είναι αργά πια». Από τότε η μυίγα επήγε στα βόδια.
This item is provided by the institution :
Academy of Athens
Repository :
Archives of Proverbs and Popular Legends of the Hellenic Folklore Research Centre, Academy of Athens