Γητειά του μητρόπονου. Αγαθός ο νοικοκύρης, πονηρά νοικοκυρά λαγόν εμαγέρευε φάκον εκατέβαζε. Δυο εληές στο σκουτέλι και φελί ψωμί στο χέρι, Κλήματα η στρωματιά του πέτρα το προσκέφαλό του Φώγ’ ατέρα, φύγ’ αστέρα από τη δούλη του Θεού κι ο Χριστός σε ποδιώχνει με τη δεξά του χέρα. Στώμεν καλώς στώμεν μετά φόβου Θεού. Σημείωσις. Εκείνος που γητεύει πρέπει να κρατή μαυρομάνικο μαχαίρι ή τρικότυλο καλάμι. Η γητειά εβγήκε εκ της εξής παραδόσεως. Κάποτε ο Χριστός, προσποιούμενος τον επαίτην επήγε εις μίαν οικίαν και εζήτησε φιλοξενείαν, της οποίας ο νοικοκύρης ήτο αγαθός και η νοικοκυρά πονηρή. Η νοικοκυρά εμαγέρευε λαγόν. Ο άγνωστος την ερωτά τι ψήνει κι αν θέλη να του βάλη να φάγη λίγη μαγεριά. Εκείνη του λέγει ότι ψήνει φακή, αλλά είναι άψητη. Του έδωκε ένα κομμάτι ψωμί με λίγες εληές κι έφαγε, κατόπιν τον κοίμησε στα κλήματα με πέτρα προσκεφαλάδι. Σαν εκοιμήθη ο Χριστός εκατέβασε το τσικάλι και έβαλε να φάνε και ο λαγός είχε γίνει φακή. Τη νύχτα έπιασε μητρόπονος την πονηρά νοικοκυρά κι ο Χριστός άμα ήκουσε τις φωνές εσηκώθη και την γήτεψε και έγειανε κι ύστερα έφυγε. Ύστερα το κατάλαβαν πως ήτο ο Χριστός.

Γητειά του μητρόπονου. Αγαθός ο νοικοκύρης, πονηρά νοικοκυρά λαγόν εμαγέρευε φάκον εκατέβαζε. Δυο εληές στο σκουτέλι και φελί ψωμί στο χέρι, Κλήματα η στρωματιά του πέτρα το προσκέφαλό του Φώγ’ ατέρα, φύγ’ αστέρα από τη δούλη του Θεού κι ο Χριστός σε ποδιώχνει με τη δεξά του χέρα. Στώμεν καλώς στώμεν μετά φόβου Θεού. Σημείωσις. Εκείνος που γητεύει πρέπει να κρατή μαυρομάνικο μαχαίρι ή τρικότυλο καλάμι. Η γητειά εβγήκε εκ της εξής παραδόσεως. Κάποτε ο Χριστός, προσποιούμενος τον επαίτην επήγε εις μίαν οικίαν και εζήτησε φιλοξενείαν, της οποίας ο νοικοκύρης ήτο αγαθός και η νοικοκυρά πονηρή. Η νοικοκυρά εμαγέρευε λαγόν. Ο άγνωστος την ερωτά τι ψήνει κι αν θέλη να του βάλη να φάγη λίγη μαγεριά. Εκείνη του λέγει ότι ψήνει φακή, αλλά είναι άψητη. Του έδωκε ένα κομμάτι ψωμί με λίγες εληές κι έφαγε, κατόπιν τον κοίμησε στα κλήματα με πέτρα προσκεφαλάδι. Σαν εκοιμήθη ο Χριστός εκατέβασε το τσικάλι και έβαλε να φάνε και ο λαγός είχε γίνει φακή. Τη νύχτα έπιασε μητρόπονος την πονηρά νοικοκυρά κι ο Χριστός άμα ήκουσε τις φωνές εσηκώθη και την γήτεψε και έγειανε κι ύστερα έφυγε. Ύστερα το κατάλαβαν πως ήτο ο Χριστός.
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Γητειά του μητρόπονου. Αγαθός ο νοικοκύρης, πονηρά νοικοκυρά λαγόν εμαγέρευε φάκον εκατέβαζε. Δυο εληές στο σκουτέλι και φελί ψωμί στο χέρι, Κλήματα η στρωματιά του πέτρα το προσκέφαλό του Φώγ’ ατέρα, φύγ’ αστέρα από τη δούλη του Θεού κι ο Χριστός σε ποδιώχνει με τη δεξά του χέρα. Στώμεν καλώς στώμεν μετά φόβου Θεού. Σημείωσις. Εκείνος που γητεύει πρέπει να κρατή μαυρομάνικο μαχαίρι ή τρικότυλο καλάμι. Η γητειά εβγήκε εκ της εξής παραδόσεως. Κάποτε ο Χριστός, προσποιούμενος τον επαίτην επήγε εις μίαν οικίαν και εζήτησε φιλοξενείαν, της οποίας ο νοικοκύρης ήτο αγαθός και η νοικοκυρά πονηρή. Η νοικοκυρά εμαγέρευε λαγόν. Ο άγνωστος την ερωτά τι ψήνει κι αν θέλη να του βάλη να φάγη λίγη μαγεριά. Εκείνη του λέγει ότι ψήνει φακή, αλλά είναι άψητη. Του έδωκε ένα κομμάτι ψωμί με λίγες εληές κι έφαγε, κατόπιν τον κοίμησε στα κλήματα με πέτρα προσκεφαλάδι. Σαν εκοιμήθη ο Χριστός εκατέβασε το τσικάλι και έβαλε να φάνε και ο λαγός είχε γίνει φακή. Τη νύχτα έπιασε μητρόπονος την πονηρά νοικοκυρά κι ο Χριστός άμα ήκουσε τις φωνές εσηκώθη και την γήτεψε και έγειανε κι ύστερα έφυγε. Ύστερα το κατάλαβαν πως ήτο ο Χριστός.

Αναγνωστάκης, Νικ. Α.
Αναγνωστάκης, Νικ. Α. (EL)

Παραδόσεις

Κρήτη, Σητεία


1932




Νικ. Α. Αναγνωστάκης, περιοδ. Το Φώς, Χρόν. Ε, (1932 - 33), αρ. 11, σελ. 4

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.