Μια φορά ‘τονε ένας όσιος στο άγιον Αντρέα και ήτονε ο ευλοημένος σαν το προβατάκι και πολλά αγαθός. Στην προσευχή ντου δεν εκάτιχε πράμα να λέει μόνο, «μη μ’ ελεήσης Θέ μου, μη μ’ ελεήσης Θέ μου»! Μιαν κοπανιά επέρνανε από τη γυρογιαλιά μια βάρκα και τον ήκουσε ο βαρκάρης να λέη : «Μη μ’ ελεήσης Θέ μου, μη μ’ ελεήσης Θέ μου»! Μη το λές, ευλοημένε ετσά. Κιαμέ πώς να το λέω; Ελέησον με ο Θεός, ελέησον με ο Θεός. Αρχίζει ο όσιος κι ήκανε την προσευχή ντου κι έλεγε : «Ελέησον με ο Θεός, ελέησον με ο Θεός». Μισσεύγει η βάρκα κι ελάργαρε . Ξεχνά ο όσιος το «Ελέησον με ο Θεός» κι ήλεγε πάλι το «μη μ’ ελεήσης, Θέ μου». «Μωρέ πως μου τόπε κειονυσά ο άνθρωπος, πως μου τόπε»! Δεν εθυμούντονε και βάνει το ρασίδι ντου απάνω στη θάλασσα και βγαίνει κι αυτός απάνω κι ήπλεγε, να φτιάξει τη βάρκα. «Ε! Κουμπάρε! Έ Κουμπάρε! Στάσου να μου το ξαναπείς πώς να το λέω». Να δής αυτός τον όσιος να πλέη απάνω στο ρασίδι ντου εξεσκήθηκι. «Μωρέ! Τούτος είναι άγιος άνθρωπος»! και λέει του : «Πήγαινε κι ως θές το λέγε»
This item is provided by the institution :
Academy of Athens
Repository :
Archives of Proverbs and Popular Legends of the Hellenic Folklore Research Centre, Academy of Athens