Ο Άϊς Αντώνης ήθελε (ν)α μεταφερτή κ(αι) επήε εκέι κ(αι)έκανε το θάμα του και τον ‘χτίσαν, τον χτίσαν οι παλιοί μας στο νησάκι Ατρακούσα (Ν.Α. της νήσου Χάρης). Μια φορά ένα καΐκι ηύρε (φορτούνα) κακοσύνη και εναυάγησε οι άνθρωποι εσώθησαν μαζί με αυτούς ήτο κι ο Άϊς Αντώνης κ’ ήφκαν όξω στο νησάκι, εκεί επορπήστησαν (απελπίστηκαν) κι ο Αντώνης των έλεε : Βρε παιϊά μη πορπήζεστε και έχει ο Θεός, Ο Θεός ‘α μας προστατέψη. Οι άλλοι του ‘λέαν πως ‘α μας προστατέψη ο Θεός αφού ε’ώ εν έχομε τίποτα. Λέει τώρα θ’ αρχίσουμε να ανεχουμίσωμε (ψάξωμε) (ν)α ‘βρώμε ξύλα. Όπου αυτοί απ’ την πολλή ώρα που παιδεύουντο ηύραν δυό ξύλα ‘μπρός των και εώκαντα στον Αντώνη. Τώρα μη χολιάτε, τώρα ‘α σωθούμε είπε ο Αντώνης. Έπιασε αυτός τα ξύλα και τα ‘τριφκε και πήραν φωτιά και έτσι ζεσταθήκαν έκατσαν εκέι έρριξαν και κλαϊά κ(αι) εσώθησαν. Ύστερα ο Αντώνης εχάθη και κατάλαβαν πως ήτο ο Άι Αντώνης και του χτίσαν εκεί ά αυτοί εκκλησά

Ο Άϊς Αντώνης ήθελε (ν)α μεταφερτή κ(αι) επήε εκέι κ(αι)έκανε το θάμα του και τον ‘χτίσαν, τον χτίσαν οι παλιοί μας στο νησάκι Ατρακούσα (Ν.Α. της νήσου Χάρης). Μια φορά ένα καΐκι ηύρε (φορτούνα) κακοσύνη και εναυάγησε οι άνθρωποι εσώθησαν μαζί με αυτούς ήτο κι ο Άϊς Αντώνης κ’ ήφκαν όξω στο νησάκι, εκεί επορπήστησαν (απελπίστηκαν) κι ο Αντώνης των έλεε : Βρε παιϊά μη πορπήζεστε και έχει ο Θεός, Ο Θεός ‘α μας προστατέψη. Οι άλλοι του ‘λέαν πως ‘α μας προστατέψη ο Θεός αφού ε’ώ εν έχομε τίποτα. Λέει τώρα θ’ αρχίσουμε να ανεχουμίσωμε (ψάξωμε) (ν)α ‘βρώμε ξύλα. Όπου αυτοί απ’ την πολλή ώρα που παιδεύουντο ηύραν δυό ξύλα ‘μπρός των και εώκαντα στον Αντώνη. Τώρα μη χολιάτε, τώρα ‘α σωθούμε είπε ο Αντώνης. Έπιασε αυτός τα ξύλα και τα ‘τριφκε και πήραν φωτιά και έτσι ζεσταθήκαν έκατσαν εκέι έρριξαν και κλαϊά κ(αι) εσώθησαν. Ύστερα ο Αντώνης εχάθη και κατάλαβαν πως ήτο ο Άι Αντώνης και του χτίσαν εκεί ά αυτοί εκκλησά
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Ο Άϊς Αντώνης ήθελε (ν)α μεταφερτή κ(αι) επήε εκέι κ(αι)έκανε το θάμα του και τον ‘χτίσαν, τον χτίσαν οι παλιοί μας στο νησάκι Ατρακούσα (Ν.Α. της νήσου Χάρης). Μια φορά ένα καΐκι ηύρε (φορτούνα) κακοσύνη και εναυάγησε οι άνθρωποι εσώθησαν μαζί με αυτούς ήτο κι ο Άϊς Αντώνης κ’ ήφκαν όξω στο νησάκι, εκεί επορπήστησαν (απελπίστηκαν) κι ο Αντώνης των έλεε : Βρε παιϊά μη πορπήζεστε και έχει ο Θεός, Ο Θεός ‘α μας προστατέψη. Οι άλλοι του ‘λέαν πως ‘α μας προστατέψη ο Θεός αφού ε’ώ εν έχομε τίποτα. Λέει τώρα θ’ αρχίσουμε να ανεχουμίσωμε (ψάξωμε) (ν)α ‘βρώμε ξύλα. Όπου αυτοί απ’ την πολλή ώρα που παιδεύουντο ηύραν δυό ξύλα ‘μπρός των και εώκαντα στον Αντώνη. Τώρα μη χολιάτε, τώρα ‘α σωθούμε είπε ο Αντώνης. Έπιασε αυτός τα ξύλα και τα ‘τριφκε και πήραν φωτιά και έτσι ζεσταθήκαν έκατσαν εκέι έρριξαν και κλαϊά κ(αι) εσώθησαν. Ύστερα ο Αντώνης εχάθη και κατάλαβαν πως ήτο ο Άι Αντώνης και του χτίσαν εκεί ά αυτοί εκκλησά

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (EL)

Παραδόσεις

Δωδεκάνησα, Χάλκη


1964




Λ. Α. αρ. 2892, σελ. 75 – 76, Άννης Ιω. Παπαμιχαήλ, Χάλκη Δωδεκανήσου, 1964

Text

Greek




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)