Κάποιος δικηγόρος όταν απέθανε τον πήγαν στην Παράδεισο. Αυτός εγύρισε εκεί όλα τα κελλιά των Αγίων και είδε να ‘χουν πολλά καντήλια στον Άγιο Νικόλαο. Είδε και τον Άγιο Αντώνη να του ‘χουν ένα μικρό καντηλάκι στο κελλί του. Λέει ο δικηγόρος του Αγ. Αντωνίου : «Εσύ τι κάνεις; Δεν είσαι Άγιος;» «Λέει είμαι». «Τότες πώς έχουν του Νικόλα τόσα καντήλια κ’ εσένα ένα και μικράκι;». «Δεν ξέρω», λέει. Του λέει ο δικηγόρος : «Να σου κάμω μια αναφορά στο Θεό, γιατί να ’χη αυτός πολλά κ’ εσύ ένα». «Αί κάνε μου» λέει ο Αγ. Αντώνης. Του κάνει την αναφορά και την πάει στο Θεό. Φωνάζει ο Θεός και καλεί τον Άγιο Νικόλαο. Ο αγγελιοφόρος του απαντά : « Δεν είναι εδώ, λείπει». Ξαναστέλλει τον άγγελο, δεν τον βρίσκει. Στην τρίτη φορά έφτασεν ο Άγιος Νικόλαος, βρεγμένος, κουρασμένος. Του λέει : «Πού ήσουν;» Λέει ο Νικόλαος : «Με επικαλέστηκαν να πά να σώσω το δείνα καράβι, κ’ επήγα και το σωσα». «Πού τα βρήκες αυτά τα καντήλια;» «Εργάζομαι στους καπεταναίους και μου κάνουν από ένα καντήλι». «Εσύ Αντώνιε τι κάνεις;» Λέει «Κάθομαι στο κελλί». Τότε του λέει ο Θεός, «Δεν κάνεις τίποτε σε φτάνει το καντήλι. Ποιός σου ‘καμε την αναφορά αυτή;» Λέει «ο δείνα δικηγόρος». Διατάσσει ο Θεός να διώξουν τον δικηγόρο από τον Παράδεισο και να τον πάνε στην κόλασι. Ο σατανάς, άμα τον πήγαν, δεν εδεχότανε το δικηγόρο γιατί θα κάμη αναφορές να βγάλη έξω τους αμαρτωλούς. Έτσι οι δικηγόροι δεν είναι δεχτοί ούτε στην Παράδεισο ούτε στην Κολασι .
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών