Έξω από τα Φάρασα, σε απόσταση ώρας σχεδόν, προς το βορρά, μέσα στη χαράδρα που διασχίζει ο Ζαμάντης ποταμός και προς τη δεξιά μεριά του όχθη, είναι δύο σπηλιές. Η μία, η πιο μεγάλη, είναι κοντά στην όχθη του ποταμού, ή άλλη πολύ μικρότερη είναι λίγο ψηλότερα, στη βραχωτή πλαγιά, που υψώνεται ορθόκοφτη από πάνω. Μόλις δυό τρείς άνθρωποι μπορούν να σταθούν μέσα. Ήταν το σπήλο του Έζ Βασίλη. Στα τοιχώματα γύρω κρέμονταν εικονίσματα και στο βάθος υψωνόταν μικρός τοίχος, όπου τοποθετούσαν τα ιερά σκεύη, για να λειτουργή ο παπάς. Παλιά παράδοση αναφέρει ότι στη σπηλιά τούτη κατάφυγε ο Άϊ Βασίλης, για να σωθή από διωγμούς κι έτσι καθιερώθηκε η λατρεία του εκεί. Στην κάτω σπηλιά, την ευρύχωρη, μπορούσαν να χωρέσουν μέσα περισσότεροι από εκατό άνθρωποι, κι απέξω είχε προς το ποτάμι απλοχωρία, κατάφυτη από πλατάνια και ιτίές. Εκεί μπορούσαν να χορέψουν. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, την ώρα του εσπερινού και λίγο πρωτύτερα, αρχίζει η ετοιμασία για την πομπή του Έζ Βασίλη. Ήταν το έθιμο να πάνε στη σπηλιά να προσκυνήσουν εκείνη την μέρα και γινόταν θρησκευτική πομπή με πολλή επισημότητα, ενθουσιασμό και κατάνυξη. [ Ο Λεβίδης ένθ. Αν. σ. 104 γράφει : «εν δε τω μυχώ της φάραγγος κείται παρά τον ποταμόν το σπήλαιον του Αγίου Βασιλείου, εις ο συχνάζουσι και δια διάχυσιν άδοντες αρχαία ελληνικά δια τον Άγιον άσματα.] Σ’ όλες τις συνοικίες αντηχούσαν οι φωνές από τις συνεννοήσεις που έκαναν μεταξύ τους για την πομπή : Ά υπάμε σον Εζ Βασίλη, άκουες παντού να φωνάζουν και όλοι προετοιμάζονταν. Άλλοι καθάριζαν τα πιστόλια τους και τα τουφέκια τους και προμηθεύονταν μπαρούτι να τα γεμίσουν, άλλοι γυάλιζαν τα μαχαίρια τους και προπαντός το μέγαν το μασαίρι ή του «Έζ Δρεμήτη το μασαίρι», [ Οι Φαρασιώτες, όταν τους ρωτάς γιατί το λένε έτσι το μαχαίρι, απαντούν ότι τέτοι είχε και ο Άϊ Δημήτρης.] όπως έλεγαν για να τα κρεμάσουν στην ζώνη τους. Άλλοι ταίριαζαν δαδόξυλα, δυό τρία μαζί, να τα κάνουν έτσι χοντρή λαμπάδα που την έλεγαν φάνα, να την ανάψουν στο δρόμο. Όσοι έπαιζαν μουσικά όργανα, τσαλγίδε, κούρδιζαν τους κεμεντζέδες, λύρες, τους ταμπουράδες, τα ντέφια τους και έκαναν πρόβα. Οι γυναίκες ετοίμαζαν τα ψωμιά, τα φαγητά και γέμιζαν στάμνες με κρασί, για να πάρουν μαζί τους στο δρόμο, α υπάμε στον Έζ Βασίλη, άκουες παντού κι όλοι φρόντιζαν να ταιριάξουν τη συντροφιά τους. Δυό τρείς και περισσότερες φιλικές ομάδες σχηματίζονταν σε κάθε συνοικία από πέντε δέκα άτομα η κάθε μια. Δυό λαμπάδες έπρεπε απαραίτητα νάχη κάθε μικρή ομάδα, για ν’ ανάψουν στο δρόμο. Τη μια θα την κρατούσε ο πρώτος για να φωτίζη μπροστά και την άλλη ο τελευταίος της ομάδας. Και καθένας όμως στη συντροφιά έπρεπε να κρατή τη λαμπάδα, έτοιμη για να ανάψη, ευθύς ως θα σωνόταν κάποιες από εκείνες που έκαιγαν. Πυκνοί πυροβολισμοί αντηχούσαν εδώ κι εκέι, ήταν για να μαζευτούν στην πλατεία του χωριού, το μισεχώρι, για το γενικό ξεκίνημα. Κρεμόντουσαν τα μαχαίρια τους στη ζώνη, τα τουφέκια τους στον ώμο, μαντήλια στο λαιμό, έπαιρναν και τα τοπράδε, σακκούλια, με τα φαγητά τους κι ήταν έτοιμοι. Κάθε ομάδα ξεκινούσε για την πλατεία. Τραγουδούσαν, και τα μουσικά όργανα συνόδευαν το τραγούδι. Προχωρούσαν με χορευτικό βάδισμα, σύμφωνο με το ρυθμό του τραγουδιού. Ένα ήταν το τραγούδι της ημέρας, που τους γέμιζε από συγκίνηση κι ενθουσιασμό : Χιτάτε να υπάμε σον Έζ Βασίλη να κρεμάσουμε τα κράτε σο σίδι. Βάι, Παναΐα μου Θεοτόκε, κυργιάλεμον, κυργιάλεησον. Έσυρεν τζαί δώτσε τσαί α γεσίλι τσαί χτες την έβιτσα σον Εζ Βασίλη. Τσάλτσεν τζου ΄βρεν τσαί μασαίρι νdα σφάξη έσφαξεν dα μο τον gοδευτήρι. Εζ Γιώργη, τ’ αβgό σου ένι γίρι γίριν τζο ‘νι, εν’ κατίνον bεϊκίρι τσάπου αντϊίεν σε, είσαι χαζίρι, σέναν τζαί τα’ αβgό σου προστσυνούμεν σε. Σον Gούτσουρον το ποτάμι ‘υρίστη εν gατινό του Χριστενού η πίστη. [ Ο Γ. Παχτικός, Δημόδη ελληνικά άσματα της Μικράς Ασίας, εν Αθήναις 1905, σελ. 17-19, δημοσιεύεται το τραγούδι με μικρές διαφορές και τη σημείωση ότι «άδεται εν Φαράσοις της Καισαρείας κατά τας θρησκευτικάς πανηγύρεις. Χορός ιδιόρρυθμος μετά χαρακτηριστικών των χειρών και λοιπών μελών του σώματος κινήσεων χορευτών». Το τραγούδι του Εζ Βασίλη φωτογραφήθηκε από το Μουσικό Λαογραφικό Αρχίο στα 1930. Το ίδιο τραγούδι τραγουδιότανε επίσης στη Σίλλη του Ικονίου: Έιντατε να πάμε στον Άι Βασίλη να κρεμάσουμε κριάτα στο σίδι. Βάι Παναγιά μου Θεοτόκε, Κύριε’λεήμων, Κύριε ‘λέησον εγώ απόψε πάλιν πηγαίνω εγώ απόψε πάγω στην Αγιά Σοφιά. Βάι Παναγιά μου κ.λ.π. (Άκογλου, Λαογραφικά Κοτυώρων, σελ. 274).] Τρέξτε να πάμε στον Άι Βασίλη να κρεμάσουμε τα κρέατα στο σίδι. Βάι, Παναγία μου Θεοτόκε, Κυριελέημον, Κυριελέησον. Τουφέκησε και σκότωσε μια χήνα και χτές την αυγούλα στον Άι Βασίλη. Τράβηξε και δε βρήκε μαχαίρι να σφάξη την έσφαξε με το κλαδευτήρι. Άι Γιώργη, τ’ άλογο σουείν’ ψάρι ψάρι δεν είναι, είν’ καθαρή φοράδα. Όπου κι αν σε θυμούνται είσαι πρόθυμος. Σένα και το αλόγό σου προσκυνούμε. Το Φλεβάρη το ποτάμι θολώνει είναι καθαρή του Χριστιανού η πίστη. Τελείωναν το τραγούδι και το ξανάρχιζαν από την αρχή. Τραγουδούσαν και στίχους απί το τραγούδι της Ε. Σοφίας : Μπύρ’ το φούρνο τσαί ποίτσε με ά χρεία ‘γώ ‘πόψα πααίνω σην Έ Σοφία. Τζο ‘ινκε τσαί ς θείας μου Ζεϊτούντζας η καρdιά μυράν τζαί κά τσαί του τεφνά τα φύα. Μπύρσεν το γαλιόνι τσαί τελέντσεν dα έθετσεν τζαί τόϊνα γαραφύλλι … [Με μικρές διαφορές οι στίχοι είναι δημοσιευμένοι από τον Paul De Lagarde, Neugriechisches aus Klein – Asien, Gottingen 1886, σελ. 15] Κάψ’ το φούρνο και κάμε μου μια χρεία γώ πόψε πηγαίνω στην Έ Σοφία. Δεν έγινε και της θείας μου Ζεϊτούντζας η καρδιά μυρίζουν καλά και της δάφνης τα φύλλα. Πήρε φωτιά ο λουλάς και κάη έβαλε κι ένα γαρύφαλλο … Τραγουδούσαν με αργό βυζαντινό ρυθμό και προχωρούσαν προς την πλατεία του χωριού ομάδες ομάδες, χορεύοντας. Οι κινήσεις του χορού τους ήταν αργές, όπως και ο ρυθμός του τραγουδιού. Κινούσαν κεφάλι και κορμί δεξιά και αριστερά. Χτυπούσαν τα πόδια στο έδαφος με τον ίδιο ρυθμό. Αν κανένας δεν μπορούσε ν’ ακολουθήσει το ρυθμό του τραγουδιού, δεχόταν παρατηρήσεις και χτυπήματα στα πόδια από τον μπροστινό του χορού, που κρατούσε στα χέρια του ραβδί, για να ρυθμίζει τα βήματα των χορευτών. Όποιος δεν κατάφερε να συμμορφωθή με το ρυθμό, υποχρεωνόταν να βγή έξω από το χορό, έβgου ‘ς το το χορό, χάνεις το χορό, έβγα από το χορό, χαλάς το χορο, του φώναζαν οι αλλοι. Οι πυροβολισμοί, οι φωνές, τα τραγούδια ανατάτωναν όλο το χωριό. Έτσι μαζεύονταν όλες οι ομάδες στην πλατεία, έτοιμες για το νέο ξεκίνημα. Το καλοκαίρι μ’ ευκολία πήγαιναν στον Άι Βασίλη. Κατέβαιναν στον Παράτσο, ακολουθούσαν την κοίτη του Ζαμάντη κι έφταναν στη σπηλιά χωρίς μεγάλους κόπους. Το χειμώνα όμως κατέβαζε πολύ νερό το ποτάμι και δεν ήταν εύκολος ο δρόμος. Έτσι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς οι προσκυνητές, για να πάνε στον Άι Βασίλη, έπρεπε να πάρουν τη δεξιά όχθη του ποταμού και με πολλά ανεβοκατεβάσματα εδώ κι εκεί να φτάσουν στη σπηλιά. Έπεφτε γρήγορα το βαθύ χειμωνιάτικο σκοτάδι κι ο δρόμος γινόταν πιο δύσκολος. Κάθε ομάδα όμως ξεκινώντας είχε μπροστά τον οδηγό, που κρατούσε τη φάνα, τη λαμπάδα του αναμμένη, και στο τέλος επίσης άλλον που κρατούσε άλλη λαμπάδα. Έτσι φωτιζόταν άπλετα ο δρόμος τους. Οι ομάδες προχωρούσαν η μια ύστερα από την άλλη και η καθεμιά με τις λαμπάδες της και τα μουσικά της όργανα. Όταν έφταναν στον Παράτσο, άναβαν κεριά στα δυό ξωκλήσια που ήταν δεξιά κι αριστερά, τον Έ Χαλλά και τον Έ Θουμά. Έκοβαν κισσούς στη ρεματιά, κι έπλεκαν στεφάνια, που τα περνούσαν στη μέση και στα κεφάλια τους, άντρες, γυναίκες και παιδιά. Από κεί έκοβαν προχωρούσαν και στο δρόμο τους συναντούσαν κι άλλα ξωκλήσια, χαλάσματα ή όρθια, και σ’ όλα σταματούσανε και προσεύχονταν. Φωνές, τραγούδια, πυροβολισμοί αντηχούσαν σ’ όλη τη ρεματιά. Όπου εύρισκαν κάποια απλοχωριά, σταματούσαν, έτρωγαν από τα φαγητά τους, έπιναν κρασί, πυροβολούσαν, τραγουδούσαν και χόρευαν. Χιτάτε να υπάμε σον Εζ Βασίλη … Ξεκινούσαν πάλι, βάδιζαν όσο μπορούσαν χορευτικά, πάλι σταματούσαν και χόρευαν. Σ’ όλη τη διαδρομή δεν έπαυε το τραγούδι κι ο χορός. Έσπαε καμμιά φορά ο πάγος κι έπεφταν μέσα στο νερό, τότε είναι που ξεσπούσαν πολλά γέλια και φωνές. Με τέτοια πορεία ανάμεσα στη χαράδρα, με πολλούς αλαλαγμούς, τραγούδια, χορούς και πυροβολισμούς αδιάκοπους, έφταναν οι πρώτες ομάδες στη πρώτη, τη μεγάλη σπηλιά του Άι Βασίλη. Κρεμούσαν πρώτα τα σακκούλια με τα ψωμιά και τα φαγητά τους στα πλατάνια και τις ιτιές. Κρεμούσαν και τα μουσικά τους όργανα. Ξεκουράζονταν λίγο, άναβαν τα κεριά τους κι ανηφόριζαν προς το μικρό σπήλαιο του Άι Βασίλη. Έμπαιναν ένας ένας μέσα, κολλούσαν το κερί τους στα τοιχώματα, ασπάζονταν τις εικόνες, προσεύχονταν. Ύστερα από την προσευχή τους ξανάβγαιναν έξω με την σειρά και κατηφόριζαν προς την κάτω, ευρύχωρη σπηλιά. Έπρεπε όλοι να προσκυνήσουν κι όλοι ανέβαιναν στην επάνω σπηλιά και ξανακατέβαιναν. Έτσι διασταυρώνονταν οι ομάδες, ανεβαίνοντας και κατεβαίνοντας. Η κάθε ομάδα, κατεβαίνοντας προς την κάτω σπηλιά, έπιανε ένα μέρος στην απλοχωριά της ακροποταμίας, κάτω από τα πλατάνια και τις ιτιές, αν έβρεχε ή χιόνιζε, έμεναν μέσα στο σπήλαιο. Έστρωναν το τραπέζι τους, χωριστά οι άνδρες και χωριστά οι γυναίκες, άπλωναν τα φαγητά τους, έτρωγαν, έπιναν και τραγουδούσαν το μοναδικό τραγούδι της γιορτής : Χιτάτε να υπάμε σον Εζ Βασίλη … Έπιναν πολύ κρασί, τα τραγούδια, ο χορός και τ’ αστεία δεν έπαυαν ούτε στιγμή. Ένας αχός συγκρατητός αντηχούσε στους αντιμέτωπους ορθόκοφτους βράχους. Αληθινός θρησκευτικός ενθουσιασμός εσυγκλόνιζε όλους εκείνη τη βραδιά. Δυό τρείς ώρες διασκέδαζαν στη σπηλιά και ύστερα η κάθε ομάδα έπαιρνε και πάλι τον ίδιο δρόμο, για να γυρίσει στο χωριό, πρίν ή μετά τα μεσάνυχτα, ανάλογα με τη σειρά που είχε πάρει στον ερχομό. Χαλασμός κόσμου γινόταν στο ξεκίνημα : Χιτάτε να υπάμε σον Εζ Βασίλη … φωνές, πειράγματα, αποχαιρετισμοί αστεία. Μπρός και πίσω οι λαμπάδες αναμμένες, για να φωτίζουν στο βαθύ σκοτάδι της νύχτας, πυροβολισμοί αδιάκοποι, τραγούδια, σταμάτημα και χορός κάθε τόσο όπου υπήρχε ευρυχωρία, κινήσεις ρυθμικές, σ’ όλη τη διαδρομή. Το τι γινόταν στο συναπάντημα των ομάδων που πήγαιναν προς τη σπηλιά μ’ εκείνες που γύριζαν στο χωριό, είναι δύσκολο να περιγραφή με λόγια. Σκοινί αδιάκοπο από ανθρώπους όλος ο δρόμος, άλλοι πήγαιναν στον Άι Βασίλη κι άλλοι γύριζαν στο χωριό. Ούτε παγωνιά, ούτε βροχή ακόμα δε ματαίωνε τη θρησκευτική πομπή. Έπρεπε με κάθε τρόπο να γίνη η επίσκεψη στον Άγιο. Γυναίκες κι ανήμποροι γέροντες, που δεν μπορούσαν νύχτα να πάνε στον Άι Βασίλη, πήγαιναν την άλλη μέρα, ανήμερα της Πρωτοχρονιάς, άναβαν τα κεριά τους και προσκυνούσαν. Όσοι όμως δεν είχαν καθόλου αντοχή για τη μεγάλη τούτη πορεία, πήγαιναν στον Άι Χρυσόστομο και προσεύχονταν. «Tσαλγίδε» = Από το τουρκ. Calgi = μουσικό όργανο, μουσική, «κεμεντζέδες» = το τούρκ. kemence = μικρή πεντάχορδη λύρα, «σίδι» = το δέντρο ιτιά, «κυργιάλεμον – κυργιάλεησον» = γύρισμα που λέγεται ύστερα από κάθε δίστιχο, «bεϊκίρι» = από το τουρκ. beygir που σημαίνει γενικά ίππος, “Το Φλεβάρη το ποτάμι θολώνει είναι καθαρή του Χριστιανού η πίστη” = Η έννοια των δύο τελευταίων στίχων είναι ότι θολώνει το ποτάμι το Φλεβάρη μα η πίστη του Χριστιανού μένει πάντα καθαρή. «Θεία Ζεϊτούντζα» = Δε μπορούν να βεβαιώσουν με θετικότητα οι Φαρασιώτες γιατί αναφέρεται εδώ η θεία Ζεϊτούντζα. Πάντως μιλούν με κάποια ειρωνεία για τη Ζεϊτούντζα και λένε πως ήταν παλιό βαφτιστικό όνομα. Μπορεί να υπήρχε σε κάποιο σχετικό ανέκδοτο κι από εκεί πέρασε και στο τραγούδι. «λουλάς» = η καπνοσύριγγα του ναργιλέ. Οι δυο τελευταίοι στίχοι είναι απόσπασμα από κάποιο άλλο τραγούδι. «Παράτσο» = Παράδεισος, γραφικό τοπίο κατάφυτο από αμπέλια και ιτιές, κοντά στην όχθη του Χαμάντη, ως ένα τέταρτο μακριά από το χωριό.

Έξω από τα Φάρασα, σε απόσταση ώρας σχεδόν, προς το βορρά, μέσα στη χαράδρα που διασχίζει ο Ζαμάντης ποταμός και προς τη δεξιά μεριά του όχθη, είναι δύο σπηλιές. Η μία, η πιο μεγάλη, είναι κοντά στην όχθη του ποταμού, ή άλλη πολύ μικρότερη είναι λίγο ψηλότερα, στη βραχωτή πλαγιά, που υψώνεται ορθόκοφτη από πάνω. Μόλις δυό τρείς άνθρωποι μπορούν να σταθούν μέσα. Ήταν το σπήλο του Έζ Βασίλη. Στα τοιχώματα γύρω κρέμονταν εικονίσματα και στο βάθος υψωνόταν μικρός τοίχος, όπου τοποθετούσαν τα ιερά σκεύη, για να λειτουργή ο παπάς. Παλιά παράδοση αναφέρει ότι στη σπηλιά τούτη κατάφυγε ο Άϊ Βασίλης, για να σωθή από διωγμούς κι έτσι καθιερώθηκε η λατρεία του εκεί. Στην κάτω σπηλιά, την ευρύχωρη, μπορούσαν να χωρέσουν μέσα περισσότεροι από εκατό άνθρωποι, κι απέξω είχε προς το ποτάμι απλοχωρία, κατάφυτη από πλατάνια και ιτίές. Εκεί μπορούσαν να χορέψουν. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, την ώρα του εσπερινού και λίγο πρωτύτερα, αρχίζει η ετοιμασία για την πομπή του Έζ Βασίλη. Ήταν το έθιμο να πάνε στη σπηλιά να προσκυνήσουν εκείνη την μέρα και γινόταν θρησκευτική πομπή με πολλή επισημότητα, ενθουσιασμό και κατάνυξη. [ Ο Λεβίδης ένθ. Αν. σ. 104 γράφει : «εν δε τω μυχώ της φάραγγος κείται παρά τον ποταμόν το σπήλαιον του Αγίου Βασιλείου, εις ο συχνάζουσι και δια διάχυσιν άδοντες αρχαία ελληνικά δια τον Άγιον άσματα.] Σ’ όλες τις συνοικίες αντηχούσαν οι φωνές από τις συνεννοήσεις που έκαναν μεταξύ τους για την πομπή : Ά υπάμε σον Εζ Βασίλη, άκουες παντού να φωνάζουν και όλοι προετοιμάζονταν. Άλλοι καθάριζαν τα πιστόλια τους και τα τουφέκια τους και προμηθεύονταν μπαρούτι να τα γεμίσουν, άλλοι γυάλιζαν τα μαχαίρια τους και προπαντός το μέγαν το μασαίρι ή του «Έζ Δρεμήτη το μασαίρι», [ Οι Φαρασιώτες, όταν τους ρωτάς γιατί το λένε έτσι το μαχαίρι, απαντούν ότι τέτοι είχε και ο Άϊ Δημήτρης.] όπως έλεγαν για να τα κρεμάσουν στην ζώνη τους. Άλλοι ταίριαζαν δαδόξυλα, δυό τρία μαζί, να τα κάνουν έτσι χοντρή λαμπάδα που την έλεγαν φάνα, να την ανάψουν στο δρόμο. Όσοι έπαιζαν μουσικά όργανα, τσαλγίδε, κούρδιζαν τους κεμεντζέδες, λύρες, τους ταμπουράδες, τα ντέφια τους και έκαναν πρόβα. Οι γυναίκες ετοίμαζαν τα ψωμιά, τα φαγητά και γέμιζαν στάμνες με κρασί, για να πάρουν μαζί τους στο δρόμο, α υπάμε στον Έζ Βασίλη, άκουες παντού κι όλοι φρόντιζαν να ταιριάξουν τη συντροφιά τους. Δυό τρείς και περισσότερες φιλικές ομάδες σχηματίζονταν σε κάθε συνοικία από πέντε δέκα άτομα η κάθε μια. Δυό λαμπάδες έπρεπε απαραίτητα νάχη κάθε μικρή ομάδα, για ν’ ανάψουν στο δρόμο. Τη μια θα την κρατούσε ο πρώτος για να φωτίζη μπροστά και την άλλη ο τελευταίος της ομάδας. Και καθένας όμως στη συντροφιά έπρεπε να κρατή τη λαμπάδα, έτοιμη για να ανάψη, ευθύς ως θα σωνόταν κάποιες από εκείνες που έκαιγαν. Πυκνοί πυροβολισμοί αντηχούσαν εδώ κι εκέι, ήταν για να μαζευτούν στην πλατεία του χωριού, το μισεχώρι, για το γενικό ξεκίνημα. Κρεμόντουσαν τα μαχαίρια τους στη ζώνη, τα τουφέκια τους στον ώμο, μαντήλια στο λαιμό, έπαιρναν και τα τοπράδε, σακκούλια, με τα φαγητά τους κι ήταν έτοιμοι. Κάθε ομάδα ξεκινούσε για την πλατεία. Τραγουδούσαν, και τα μουσικά όργανα συνόδευαν το τραγούδι. Προχωρούσαν με χορευτικό βάδισμα, σύμφωνο με το ρυθμό του τραγουδιού. Ένα ήταν το τραγούδι της ημέρας, που τους γέμιζε από συγκίνηση κι ενθουσιασμό : Χιτάτε να υπάμε σον Έζ Βασίλη να κρεμάσουμε τα κράτε σο σίδι. Βάι, Παναΐα μου Θεοτόκε, κυργιάλεμον, κυργιάλεησον. Έσυρεν τζαί δώτσε τσαί α γεσίλι τσαί χτες την έβιτσα σον Εζ Βασίλη. Τσάλτσεν τζου ΄βρεν τσαί μασαίρι νdα σφάξη έσφαξεν dα μο τον gοδευτήρι. Εζ Γιώργη, τ’ αβgό σου ένι γίρι γίριν τζο ‘νι, εν’ κατίνον bεϊκίρι τσάπου αντϊίεν σε, είσαι χαζίρι, σέναν τζαί τα’ αβgό σου προστσυνούμεν σε. Σον Gούτσουρον το ποτάμι ‘υρίστη εν gατινό του Χριστενού η πίστη. [ Ο Γ. Παχτικός, Δημόδη ελληνικά άσματα της Μικράς Ασίας, εν Αθήναις 1905, σελ. 17-19, δημοσιεύεται το τραγούδι με μικρές διαφορές και τη σημείωση ότι «άδεται εν Φαράσοις της Καισαρείας κατά τας θρησκευτικάς πανηγύρεις. Χορός ιδιόρρυθμος μετά χαρακτηριστικών των χειρών και λοιπών μελών του σώματος κινήσεων χορευτών». Το τραγούδι του Εζ Βασίλη φωτογραφήθηκε από το Μουσικό Λαογραφικό Αρχίο στα 1930. Το ίδιο τραγούδι τραγουδιότανε επίσης στη Σίλλη του Ικονίου: Έιντατε να πάμε στον Άι Βασίλη να κρεμάσουμε κριάτα στο σίδι. Βάι Παναγιά μου Θεοτόκε, Κύριε’λεήμων, Κύριε ‘λέησον εγώ απόψε πάλιν πηγαίνω εγώ απόψε πάγω στην Αγιά Σοφιά. Βάι Παναγιά μου κ.λ.π. (Άκογλου, Λαογραφικά Κοτυώρων, σελ. 274).] Τρέξτε να πάμε στον Άι Βασίλη να κρεμάσουμε τα κρέατα στο σίδι. Βάι, Παναγία μου Θεοτόκε, Κυριελέημον, Κυριελέησον. Τουφέκησε και σκότωσε μια χήνα και χτές την αυγούλα στον Άι Βασίλη. Τράβηξε και δε βρήκε μαχαίρι να σφάξη την έσφαξε με το κλαδευτήρι. Άι Γιώργη, τ’ άλογο σουείν’ ψάρι ψάρι δεν είναι, είν’ καθαρή φοράδα. Όπου κι αν σε θυμούνται είσαι πρόθυμος. Σένα και το αλόγό σου προσκυνούμε. Το Φλεβάρη το ποτάμι θολώνει είναι καθαρή του Χριστιανού η πίστη. Τελείωναν το τραγούδι και το ξανάρχιζαν από την αρχή. Τραγουδούσαν και στίχους απί το τραγούδι της Ε. Σοφίας : Μπύρ’ το φούρνο τσαί ποίτσε με ά χρεία ‘γώ ‘πόψα πααίνω σην Έ Σοφία. Τζο ‘ινκε τσαί ς θείας μου Ζεϊτούντζας η καρdιά μυράν τζαί κά τσαί του τεφνά τα φύα. Μπύρσεν το γαλιόνι τσαί τελέντσεν dα έθετσεν τζαί τόϊνα γαραφύλλι … [Με μικρές διαφορές οι στίχοι είναι δημοσιευμένοι από τον Paul De Lagarde, Neugriechisches aus Klein – Asien, Gottingen 1886, σελ. 15] Κάψ’ το φούρνο και κάμε μου μια χρεία γώ πόψε πηγαίνω στην Έ Σοφία. Δεν έγινε και της θείας μου Ζεϊτούντζας η καρδιά μυρίζουν καλά και της δάφνης τα φύλλα. Πήρε φωτιά ο λουλάς και κάη έβαλε κι ένα γαρύφαλλο … Τραγουδούσαν με αργό βυζαντινό ρυθμό και προχωρούσαν προς την πλατεία του χωριού ομάδες ομάδες, χορεύοντας. Οι κινήσεις του χορού τους ήταν αργές, όπως και ο ρυθμός του τραγουδιού. Κινούσαν κεφάλι και κορμί δεξιά και αριστερά. Χτυπούσαν τα πόδια στο έδαφος με τον ίδιο ρυθμό. Αν κανένας δεν μπορούσε ν’ ακολουθήσει το ρυθμό του τραγουδιού, δεχόταν παρατηρήσεις και χτυπήματα στα πόδια από τον μπροστινό του χορού, που κρατούσε στα χέρια του ραβδί, για να ρυθμίζει τα βήματα των χορευτών. Όποιος δεν κατάφερε να συμμορφωθή με το ρυθμό, υποχρεωνόταν να βγή έξω από το χορό, έβgου ‘ς το το χορό, χάνεις το χορό, έβγα από το χορό, χαλάς το χορο, του φώναζαν οι αλλοι. Οι πυροβολισμοί, οι φωνές, τα τραγούδια ανατάτωναν όλο το χωριό. Έτσι μαζεύονταν όλες οι ομάδες στην πλατεία, έτοιμες για το νέο ξεκίνημα. Το καλοκαίρι μ’ ευκολία πήγαιναν στον Άι Βασίλη. Κατέβαιναν στον Παράτσο, ακολουθούσαν την κοίτη του Ζαμάντη κι έφταναν στη σπηλιά χωρίς μεγάλους κόπους. Το χειμώνα όμως κατέβαζε πολύ νερό το ποτάμι και δεν ήταν εύκολος ο δρόμος. Έτσι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς οι προσκυνητές, για να πάνε στον Άι Βασίλη, έπρεπε να πάρουν τη δεξιά όχθη του ποταμού και με πολλά ανεβοκατεβάσματα εδώ κι εκεί να φτάσουν στη σπηλιά. Έπεφτε γρήγορα το βαθύ χειμωνιάτικο σκοτάδι κι ο δρόμος γινόταν πιο δύσκολος. Κάθε ομάδα όμως ξεκινώντας είχε μπροστά τον οδηγό, που κρατούσε τη φάνα, τη λαμπάδα του αναμμένη, και στο τέλος επίσης άλλον που κρατούσε άλλη λαμπάδα. Έτσι φωτιζόταν άπλετα ο δρόμος τους. Οι ομάδες προχωρούσαν η μια ύστερα από την άλλη και η καθεμιά με τις λαμπάδες της και τα μουσικά της όργανα. Όταν έφταναν στον Παράτσο, άναβαν κεριά στα δυό ξωκλήσια που ήταν δεξιά κι αριστερά, τον Έ Χαλλά και τον Έ Θουμά. Έκοβαν κισσούς στη ρεματιά, κι έπλεκαν στεφάνια, που τα περνούσαν στη μέση και στα κεφάλια τους, άντρες, γυναίκες και παιδιά. Από κεί έκοβαν προχωρούσαν και στο δρόμο τους συναντούσαν κι άλλα ξωκλήσια, χαλάσματα ή όρθια, και σ’ όλα σταματούσανε και προσεύχονταν. Φωνές, τραγούδια, πυροβολισμοί αντηχούσαν σ’ όλη τη ρεματιά. Όπου εύρισκαν κάποια απλοχωριά, σταματούσαν, έτρωγαν από τα φαγητά τους, έπιναν κρασί, πυροβολούσαν, τραγουδούσαν και χόρευαν. Χιτάτε να υπάμε σον Εζ Βασίλη … Ξεκινούσαν πάλι, βάδιζαν όσο μπορούσαν χορευτικά, πάλι σταματούσαν και χόρευαν. Σ’ όλη τη διαδρομή δεν έπαυε το τραγούδι κι ο χορός. Έσπαε καμμιά φορά ο πάγος κι έπεφταν μέσα στο νερό, τότε είναι που ξεσπούσαν πολλά γέλια και φωνές. Με τέτοια πορεία ανάμεσα στη χαράδρα, με πολλούς αλαλαγμούς, τραγούδια, χορούς και πυροβολισμούς αδιάκοπους, έφταναν οι πρώτες ομάδες στη πρώτη, τη μεγάλη σπηλιά του Άι Βασίλη. Κρεμούσαν πρώτα τα σακκούλια με τα ψωμιά και τα φαγητά τους στα πλατάνια και τις ιτιές. Κρεμούσαν και τα μουσικά τους όργανα. Ξεκουράζονταν λίγο, άναβαν τα κεριά τους κι ανηφόριζαν προς το μικρό σπήλαιο του Άι Βασίλη. Έμπαιναν ένας ένας μέσα, κολλούσαν το κερί τους στα τοιχώματα, ασπάζονταν τις εικόνες, προσεύχονταν. Ύστερα από την προσευχή τους ξανάβγαιναν έξω με την σειρά και κατηφόριζαν προς την κάτω, ευρύχωρη σπηλιά. Έπρεπε όλοι να προσκυνήσουν κι όλοι ανέβαιναν στην επάνω σπηλιά και ξανακατέβαιναν. Έτσι διασταυρώνονταν οι ομάδες, ανεβαίνοντας και κατεβαίνοντας. Η κάθε ομάδα, κατεβαίνοντας προς την κάτω σπηλιά, έπιανε ένα μέρος στην απλοχωριά της ακροποταμίας, κάτω από τα πλατάνια και τις ιτιές, αν έβρεχε ή χιόνιζε, έμεναν μέσα στο σπήλαιο. Έστρωναν το τραπέζι τους, χωριστά οι άνδρες και χωριστά οι γυναίκες, άπλωναν τα φαγητά τους, έτρωγαν, έπιναν και τραγουδούσαν το μοναδικό τραγούδι της γιορτής : Χιτάτε να υπάμε σον Εζ Βασίλη … Έπιναν πολύ κρασί, τα τραγούδια, ο χορός και τ’ αστεία δεν έπαυαν ούτε στιγμή. Ένας αχός συγκρατητός αντηχούσε στους αντιμέτωπους ορθόκοφτους βράχους. Αληθινός θρησκευτικός ενθουσιασμός εσυγκλόνιζε όλους εκείνη τη βραδιά. Δυό τρείς ώρες διασκέδαζαν στη σπηλιά και ύστερα η κάθε ομάδα έπαιρνε και πάλι τον ίδιο δρόμο, για να γυρίσει στο χωριό, πρίν ή μετά τα μεσάνυχτα, ανάλογα με τη σειρά που είχε πάρει στον ερχομό. Χαλασμός κόσμου γινόταν στο ξεκίνημα : Χιτάτε να υπάμε σον Εζ Βασίλη … φωνές, πειράγματα, αποχαιρετισμοί αστεία. Μπρός και πίσω οι λαμπάδες αναμμένες, για να φωτίζουν στο βαθύ σκοτάδι της νύχτας, πυροβολισμοί αδιάκοποι, τραγούδια, σταμάτημα και χορός κάθε τόσο όπου υπήρχε ευρυχωρία, κινήσεις ρυθμικές, σ’ όλη τη διαδρομή. Το τι γινόταν στο συναπάντημα των ομάδων που πήγαιναν προς τη σπηλιά μ’ εκείνες που γύριζαν στο χωριό, είναι δύσκολο να περιγραφή με λόγια. Σκοινί αδιάκοπο από ανθρώπους όλος ο δρόμος, άλλοι πήγαιναν στον Άι Βασίλη κι άλλοι γύριζαν στο χωριό. Ούτε παγωνιά, ούτε βροχή ακόμα δε ματαίωνε τη θρησκευτική πομπή. Έπρεπε με κάθε τρόπο να γίνη η επίσκεψη στον Άγιο. Γυναίκες κι ανήμποροι γέροντες, που δεν μπορούσαν νύχτα να πάνε στον Άι Βασίλη, πήγαιναν την άλλη μέρα, ανήμερα της Πρωτοχρονιάς, άναβαν τα κεριά τους και προσκυνούσαν. Όσοι όμως δεν είχαν καθόλου αντοχή για τη μεγάλη τούτη πορεία, πήγαιναν στον Άι Χρυσόστομο και προσεύχονταν. «Tσαλγίδε» = Από το τουρκ. Calgi = μουσικό όργανο, μουσική, «κεμεντζέδες» = το τούρκ. kemence = μικρή πεντάχορδη λύρα, «σίδι» = το δέντρο ιτιά, «κυργιάλεμον – κυργιάλεησον» = γύρισμα που λέγεται ύστερα από κάθε δίστιχο, «bεϊκίρι» = από το τουρκ. beygir που σημαίνει γενικά ίππος, “Το Φλεβάρη το ποτάμι θολώνει είναι καθαρή του Χριστιανού η πίστη” = Η έννοια των δύο τελευταίων στίχων είναι ότι θολώνει το ποτάμι το Φλεβάρη μα η πίστη του Χριστιανού μένει πάντα καθαρή. «Θεία Ζεϊτούντζα» = Δε μπορούν να βεβαιώσουν με θετικότητα οι Φαρασιώτες γιατί αναφέρεται εδώ η θεία Ζεϊτούντζα. Πάντως μιλούν με κάποια ειρωνεία για τη Ζεϊτούντζα και λένε πως ήταν παλιό βαφτιστικό όνομα. Μπορεί να υπήρχε σε κάποιο σχετικό ανέκδοτο κι από εκεί πέρασε και στο τραγούδι. «λουλάς» = η καπνοσύριγγα του ναργιλέ. Οι δυο τελευταίοι στίχοι είναι απόσπασμα από κάποιο άλλο τραγούδι. «Παράτσο» = Παράδεισος, γραφικό τοπίο κατάφυτο από αμπέλια και ιτιές, κοντά στην όχθη του Χαμάντη, ως ένα τέταρτο μακριά από το χωριό.
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Έξω από τα Φάρασα, σε απόσταση ώρας σχεδόν, προς το βορρά, μέσα στη χαράδρα που διασχίζει ο Ζαμάντης ποταμός και προς τη δεξιά μεριά του όχθη, είναι δύο σπηλιές. Η μία, η πιο μεγάλη, είναι κοντά στην όχθη του ποταμού, ή άλλη πολύ μικρότερη είναι λίγο ψηλότερα, στη βραχωτή πλαγιά, που υψώνεται ορθόκοφτη από πάνω. Μόλις δυό τρείς άνθρωποι μπορούν να σταθούν μέσα. Ήταν το σπήλο του Έζ Βασίλη. Στα τοιχώματα γύρω κρέμονταν εικονίσματα και στο βάθος υψωνόταν μικρός τοίχος, όπου τοποθετούσαν τα ιερά σκεύη, για να λειτουργή ο παπάς. Παλιά παράδοση αναφέρει ότι στη σπηλιά τούτη κατάφυγε ο Άϊ Βασίλης, για να σωθή από διωγμούς κι έτσι καθιερώθηκε η λατρεία του εκεί. Στην κάτω σπηλιά, την ευρύχωρη, μπορούσαν να χωρέσουν μέσα περισσότεροι από εκατό άνθρωποι, κι απέξω είχε προς το ποτάμι απλοχωρία, κατάφυτη από πλατάνια και ιτίές. Εκεί μπορούσαν να χορέψουν. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, την ώρα του εσπερινού και λίγο πρωτύτερα, αρχίζει η ετοιμασία για την πομπή του Έζ Βασίλη. Ήταν το έθιμο να πάνε στη σπηλιά να προσκυνήσουν εκείνη την μέρα και γινόταν θρησκευτική πομπή με πολλή επισημότητα, ενθουσιασμό και κατάνυξη. [ Ο Λεβίδης ένθ. Αν. σ. 104 γράφει : «εν δε τω μυχώ της φάραγγος κείται παρά τον ποταμόν το σπήλαιον του Αγίου Βασιλείου, εις ο συχνάζουσι και δια διάχυσιν άδοντες αρχαία ελληνικά δια τον Άγιον άσματα.] Σ’ όλες τις συνοικίες αντηχούσαν οι φωνές από τις συνεννοήσεις που έκαναν μεταξύ τους για την πομπή : Ά υπάμε σον Εζ Βασίλη, άκουες παντού να φωνάζουν και όλοι προετοιμάζονταν. Άλλοι καθάριζαν τα πιστόλια τους και τα τουφέκια τους και προμηθεύονταν μπαρούτι να τα γεμίσουν, άλλοι γυάλιζαν τα μαχαίρια τους και προπαντός το μέγαν το μασαίρι ή του «Έζ Δρεμήτη το μασαίρι», [ Οι Φαρασιώτες, όταν τους ρωτάς γιατί το λένε έτσι το μαχαίρι, απαντούν ότι τέτοι είχε και ο Άϊ Δημήτρης.] όπως έλεγαν για να τα κρεμάσουν στην ζώνη τους. Άλλοι ταίριαζαν δαδόξυλα, δυό τρία μαζί, να τα κάνουν έτσι χοντρή λαμπάδα που την έλεγαν φάνα, να την ανάψουν στο δρόμο. Όσοι έπαιζαν μουσικά όργανα, τσαλγίδε, κούρδιζαν τους κεμεντζέδες, λύρες, τους ταμπουράδες, τα ντέφια τους και έκαναν πρόβα. Οι γυναίκες ετοίμαζαν τα ψωμιά, τα φαγητά και γέμιζαν στάμνες με κρασί, για να πάρουν μαζί τους στο δρόμο, α υπάμε στον Έζ Βασίλη, άκουες παντού κι όλοι φρόντιζαν να ταιριάξουν τη συντροφιά τους. Δυό τρείς και περισσότερες φιλικές ομάδες σχηματίζονταν σε κάθε συνοικία από πέντε δέκα άτομα η κάθε μια. Δυό λαμπάδες έπρεπε απαραίτητα νάχη κάθε μικρή ομάδα, για ν’ ανάψουν στο δρόμο. Τη μια θα την κρατούσε ο πρώτος για να φωτίζη μπροστά και την άλλη ο τελευταίος της ομάδας. Και καθένας όμως στη συντροφιά έπρεπε να κρατή τη λαμπάδα, έτοιμη για να ανάψη, ευθύς ως θα σωνόταν κάποιες από εκείνες που έκαιγαν. Πυκνοί πυροβολισμοί αντηχούσαν εδώ κι εκέι, ήταν για να μαζευτούν στην πλατεία του χωριού, το μισεχώρι, για το γενικό ξεκίνημα. Κρεμόντουσαν τα μαχαίρια τους στη ζώνη, τα τουφέκια τους στον ώμο, μαντήλια στο λαιμό, έπαιρναν και τα τοπράδε, σακκούλια, με τα φαγητά τους κι ήταν έτοιμοι. Κάθε ομάδα ξεκινούσε για την πλατεία. Τραγουδούσαν, και τα μουσικά όργανα συνόδευαν το τραγούδι. Προχωρούσαν με χορευτικό βάδισμα, σύμφωνο με το ρυθμό του τραγουδιού. Ένα ήταν το τραγούδι της ημέρας, που τους γέμιζε από συγκίνηση κι ενθουσιασμό : Χιτάτε να υπάμε σον Έζ Βασίλη να κρεμάσουμε τα κράτε σο σίδι. Βάι, Παναΐα μου Θεοτόκε, κυργιάλεμον, κυργιάλεησον. Έσυρεν τζαί δώτσε τσαί α γεσίλι τσαί χτες την έβιτσα σον Εζ Βασίλη. Τσάλτσεν τζου ΄βρεν τσαί μασαίρι νdα σφάξη έσφαξεν dα μο τον gοδευτήρι. Εζ Γιώργη, τ’ αβgό σου ένι γίρι γίριν τζο ‘νι, εν’ κατίνον bεϊκίρι τσάπου αντϊίεν σε, είσαι χαζίρι, σέναν τζαί τα’ αβgό σου προστσυνούμεν σε. Σον Gούτσουρον το ποτάμι ‘υρίστη εν gατινό του Χριστενού η πίστη. [ Ο Γ. Παχτικός, Δημόδη ελληνικά άσματα της Μικράς Ασίας, εν Αθήναις 1905, σελ. 17-19, δημοσιεύεται το τραγούδι με μικρές διαφορές και τη σημείωση ότι «άδεται εν Φαράσοις της Καισαρείας κατά τας θρησκευτικάς πανηγύρεις. Χορός ιδιόρρυθμος μετά χαρακτηριστικών των χειρών και λοιπών μελών του σώματος κινήσεων χορευτών». Το τραγούδι του Εζ Βασίλη φωτογραφήθηκε από το Μουσικό Λαογραφικό Αρχίο στα 1930. Το ίδιο τραγούδι τραγουδιότανε επίσης στη Σίλλη του Ικονίου: Έιντατε να πάμε στον Άι Βασίλη να κρεμάσουμε κριάτα στο σίδι. Βάι Παναγιά μου Θεοτόκε, Κύριε’λεήμων, Κύριε ‘λέησον εγώ απόψε πάλιν πηγαίνω εγώ απόψε πάγω στην Αγιά Σοφιά. Βάι Παναγιά μου κ.λ.π. (Άκογλου, Λαογραφικά Κοτυώρων, σελ. 274).] Τρέξτε να πάμε στον Άι Βασίλη να κρεμάσουμε τα κρέατα στο σίδι. Βάι, Παναγία μου Θεοτόκε, Κυριελέημον, Κυριελέησον. Τουφέκησε και σκότωσε μια χήνα και χτές την αυγούλα στον Άι Βασίλη. Τράβηξε και δε βρήκε μαχαίρι να σφάξη την έσφαξε με το κλαδευτήρι. Άι Γιώργη, τ’ άλογο σουείν’ ψάρι ψάρι δεν είναι, είν’ καθαρή φοράδα. Όπου κι αν σε θυμούνται είσαι πρόθυμος. Σένα και το αλόγό σου προσκυνούμε. Το Φλεβάρη το ποτάμι θολώνει είναι καθαρή του Χριστιανού η πίστη. Τελείωναν το τραγούδι και το ξανάρχιζαν από την αρχή. Τραγουδούσαν και στίχους απί το τραγούδι της Ε. Σοφίας : Μπύρ’ το φούρνο τσαί ποίτσε με ά χρεία ‘γώ ‘πόψα πααίνω σην Έ Σοφία. Τζο ‘ινκε τσαί ς θείας μου Ζεϊτούντζας η καρdιά μυράν τζαί κά τσαί του τεφνά τα φύα. Μπύρσεν το γαλιόνι τσαί τελέντσεν dα έθετσεν τζαί τόϊνα γαραφύλλι … [Με μικρές διαφορές οι στίχοι είναι δημοσιευμένοι από τον Paul De Lagarde, Neugriechisches aus Klein – Asien, Gottingen 1886, σελ. 15] Κάψ’ το φούρνο και κάμε μου μια χρεία γώ πόψε πηγαίνω στην Έ Σοφία. Δεν έγινε και της θείας μου Ζεϊτούντζας η καρδιά μυρίζουν καλά και της δάφνης τα φύλλα. Πήρε φωτιά ο λουλάς και κάη έβαλε κι ένα γαρύφαλλο … Τραγουδούσαν με αργό βυζαντινό ρυθμό και προχωρούσαν προς την πλατεία του χωριού ομάδες ομάδες, χορεύοντας. Οι κινήσεις του χορού τους ήταν αργές, όπως και ο ρυθμός του τραγουδιού. Κινούσαν κεφάλι και κορμί δεξιά και αριστερά. Χτυπούσαν τα πόδια στο έδαφος με τον ίδιο ρυθμό. Αν κανένας δεν μπορούσε ν’ ακολουθήσει το ρυθμό του τραγουδιού, δεχόταν παρατηρήσεις και χτυπήματα στα πόδια από τον μπροστινό του χορού, που κρατούσε στα χέρια του ραβδί, για να ρυθμίζει τα βήματα των χορευτών. Όποιος δεν κατάφερε να συμμορφωθή με το ρυθμό, υποχρεωνόταν να βγή έξω από το χορό, έβgου ‘ς το το χορό, χάνεις το χορό, έβγα από το χορό, χαλάς το χορο, του φώναζαν οι αλλοι. Οι πυροβολισμοί, οι φωνές, τα τραγούδια ανατάτωναν όλο το χωριό. Έτσι μαζεύονταν όλες οι ομάδες στην πλατεία, έτοιμες για το νέο ξεκίνημα. Το καλοκαίρι μ’ ευκολία πήγαιναν στον Άι Βασίλη. Κατέβαιναν στον Παράτσο, ακολουθούσαν την κοίτη του Ζαμάντη κι έφταναν στη σπηλιά χωρίς μεγάλους κόπους. Το χειμώνα όμως κατέβαζε πολύ νερό το ποτάμι και δεν ήταν εύκολος ο δρόμος. Έτσι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς οι προσκυνητές, για να πάνε στον Άι Βασίλη, έπρεπε να πάρουν τη δεξιά όχθη του ποταμού και με πολλά ανεβοκατεβάσματα εδώ κι εκεί να φτάσουν στη σπηλιά. Έπεφτε γρήγορα το βαθύ χειμωνιάτικο σκοτάδι κι ο δρόμος γινόταν πιο δύσκολος. Κάθε ομάδα όμως ξεκινώντας είχε μπροστά τον οδηγό, που κρατούσε τη φάνα, τη λαμπάδα του αναμμένη, και στο τέλος επίσης άλλον που κρατούσε άλλη λαμπάδα. Έτσι φωτιζόταν άπλετα ο δρόμος τους. Οι ομάδες προχωρούσαν η μια ύστερα από την άλλη και η καθεμιά με τις λαμπάδες της και τα μουσικά της όργανα. Όταν έφταναν στον Παράτσο, άναβαν κεριά στα δυό ξωκλήσια που ήταν δεξιά κι αριστερά, τον Έ Χαλλά και τον Έ Θουμά. Έκοβαν κισσούς στη ρεματιά, κι έπλεκαν στεφάνια, που τα περνούσαν στη μέση και στα κεφάλια τους, άντρες, γυναίκες και παιδιά. Από κεί έκοβαν προχωρούσαν και στο δρόμο τους συναντούσαν κι άλλα ξωκλήσια, χαλάσματα ή όρθια, και σ’ όλα σταματούσανε και προσεύχονταν. Φωνές, τραγούδια, πυροβολισμοί αντηχούσαν σ’ όλη τη ρεματιά. Όπου εύρισκαν κάποια απλοχωριά, σταματούσαν, έτρωγαν από τα φαγητά τους, έπιναν κρασί, πυροβολούσαν, τραγουδούσαν και χόρευαν. Χιτάτε να υπάμε σον Εζ Βασίλη … Ξεκινούσαν πάλι, βάδιζαν όσο μπορούσαν χορευτικά, πάλι σταματούσαν και χόρευαν. Σ’ όλη τη διαδρομή δεν έπαυε το τραγούδι κι ο χορός. Έσπαε καμμιά φορά ο πάγος κι έπεφταν μέσα στο νερό, τότε είναι που ξεσπούσαν πολλά γέλια και φωνές. Με τέτοια πορεία ανάμεσα στη χαράδρα, με πολλούς αλαλαγμούς, τραγούδια, χορούς και πυροβολισμούς αδιάκοπους, έφταναν οι πρώτες ομάδες στη πρώτη, τη μεγάλη σπηλιά του Άι Βασίλη. Κρεμούσαν πρώτα τα σακκούλια με τα ψωμιά και τα φαγητά τους στα πλατάνια και τις ιτιές. Κρεμούσαν και τα μουσικά τους όργανα. Ξεκουράζονταν λίγο, άναβαν τα κεριά τους κι ανηφόριζαν προς το μικρό σπήλαιο του Άι Βασίλη. Έμπαιναν ένας ένας μέσα, κολλούσαν το κερί τους στα τοιχώματα, ασπάζονταν τις εικόνες, προσεύχονταν. Ύστερα από την προσευχή τους ξανάβγαιναν έξω με την σειρά και κατηφόριζαν προς την κάτω, ευρύχωρη σπηλιά. Έπρεπε όλοι να προσκυνήσουν κι όλοι ανέβαιναν στην επάνω σπηλιά και ξανακατέβαιναν. Έτσι διασταυρώνονταν οι ομάδες, ανεβαίνοντας και κατεβαίνοντας. Η κάθε ομάδα, κατεβαίνοντας προς την κάτω σπηλιά, έπιανε ένα μέρος στην απλοχωριά της ακροποταμίας, κάτω από τα πλατάνια και τις ιτιές, αν έβρεχε ή χιόνιζε, έμεναν μέσα στο σπήλαιο. Έστρωναν το τραπέζι τους, χωριστά οι άνδρες και χωριστά οι γυναίκες, άπλωναν τα φαγητά τους, έτρωγαν, έπιναν και τραγουδούσαν το μοναδικό τραγούδι της γιορτής : Χιτάτε να υπάμε σον Εζ Βασίλη … Έπιναν πολύ κρασί, τα τραγούδια, ο χορός και τ’ αστεία δεν έπαυαν ούτε στιγμή. Ένας αχός συγκρατητός αντηχούσε στους αντιμέτωπους ορθόκοφτους βράχους. Αληθινός θρησκευτικός ενθουσιασμός εσυγκλόνιζε όλους εκείνη τη βραδιά. Δυό τρείς ώρες διασκέδαζαν στη σπηλιά και ύστερα η κάθε ομάδα έπαιρνε και πάλι τον ίδιο δρόμο, για να γυρίσει στο χωριό, πρίν ή μετά τα μεσάνυχτα, ανάλογα με τη σειρά που είχε πάρει στον ερχομό. Χαλασμός κόσμου γινόταν στο ξεκίνημα : Χιτάτε να υπάμε σον Εζ Βασίλη … φωνές, πειράγματα, αποχαιρετισμοί αστεία. Μπρός και πίσω οι λαμπάδες αναμμένες, για να φωτίζουν στο βαθύ σκοτάδι της νύχτας, πυροβολισμοί αδιάκοποι, τραγούδια, σταμάτημα και χορός κάθε τόσο όπου υπήρχε ευρυχωρία, κινήσεις ρυθμικές, σ’ όλη τη διαδρομή. Το τι γινόταν στο συναπάντημα των ομάδων που πήγαιναν προς τη σπηλιά μ’ εκείνες που γύριζαν στο χωριό, είναι δύσκολο να περιγραφή με λόγια. Σκοινί αδιάκοπο από ανθρώπους όλος ο δρόμος, άλλοι πήγαιναν στον Άι Βασίλη κι άλλοι γύριζαν στο χωριό. Ούτε παγωνιά, ούτε βροχή ακόμα δε ματαίωνε τη θρησκευτική πομπή. Έπρεπε με κάθε τρόπο να γίνη η επίσκεψη στον Άγιο. Γυναίκες κι ανήμποροι γέροντες, που δεν μπορούσαν νύχτα να πάνε στον Άι Βασίλη, πήγαιναν την άλλη μέρα, ανήμερα της Πρωτοχρονιάς, άναβαν τα κεριά τους και προσκυνούσαν. Όσοι όμως δεν είχαν καθόλου αντοχή για τη μεγάλη τούτη πορεία, πήγαιναν στον Άι Χρυσόστομο και προσεύχονταν. «Tσαλγίδε» = Από το τουρκ. Calgi = μουσικό όργανο, μουσική, «κεμεντζέδες» = το τούρκ. kemence = μικρή πεντάχορδη λύρα, «σίδι» = το δέντρο ιτιά, «κυργιάλεμον – κυργιάλεησον» = γύρισμα που λέγεται ύστερα από κάθε δίστιχο, «bεϊκίρι» = από το τουρκ. beygir που σημαίνει γενικά ίππος, “Το Φλεβάρη το ποτάμι θολώνει είναι καθαρή του Χριστιανού η πίστη” = Η έννοια των δύο τελευταίων στίχων είναι ότι θολώνει το ποτάμι το Φλεβάρη μα η πίστη του Χριστιανού μένει πάντα καθαρή. «Θεία Ζεϊτούντζα» = Δε μπορούν να βεβαιώσουν με θετικότητα οι Φαρασιώτες γιατί αναφέρεται εδώ η θεία Ζεϊτούντζα. Πάντως μιλούν με κάποια ειρωνεία για τη Ζεϊτούντζα και λένε πως ήταν παλιό βαφτιστικό όνομα. Μπορεί να υπήρχε σε κάποιο σχετικό ανέκδοτο κι από εκεί πέρασε και στο τραγούδι. «λουλάς» = η καπνοσύριγγα του ναργιλέ. Οι δυο τελευταίοι στίχοι είναι απόσπασμα από κάποιο άλλο τραγούδι. «Παράτσο» = Παράδεισος, γραφικό τοπίο κατάφυτο από αμπέλια και ιτιές, κοντά στην όχθη του Χαμάντη, ως ένα τέταρτο μακριά από το χωριό.

Λουκόπουλος, Δημήτριος
Λουκόπουλος, Δημήτριος (EL)
Πετρόπουλος, Δημήτριος
Πετρόπουλος, Δημήτριος (EL)

Παραδόσεις

Καππαδοκία, Φάρασα


1949




Δ. Λουκοπούλου – Δ. Πετροπούλου, Η λαϊκή λατρεία των Φαράσων, Αθήνα, 1949, σελ. 72-79

Text

Greek




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)