Μια φορά και έναν καιρό, στο βάχτι των παπούδολαλάδω μας ήπιασε πείνα στο Μεραμπέλλο. Τον καιρό κείονα δεν ήρχουντανε καράβια να φέρνουνε καρπό. Έκουσαν το δύο Τούρκοι απού τα Πεδιαδίτικα κι εσυμφωνήσανε να πάνε να πουλήσουνε καρπό στο Μεραμπέλλο. Εκείνα δεν εγατέχανε το δρόμο, μα εξεκινήσανε απού τη χώρα κι ηρχούντανε. Όντον επερνούσανε στον Πατούχα τσ’ Αρολίθους θωρούνε έναν ψαρόκαβαλλάρη κι ηρχούντονε από πέρα. Αυτοί εκοντοστάθήκανε να τονε ρωτήξουνε από πού πάει ο δρόμος. Κι εκέινος πάλι τσι ρώτηξε : «Μπρέ που πάτε, κουμπάροι; Μπρέ, έτσε κι έτσε κι εμάθαμε πως το Μεραμπέλλο έχουνε έλλειψη από καρπό κι εφορτώσαμε τα χτήματα μας να πάμε να πουλήσωμε, μα δε γατέχομε το δρόμο. Ακλουθάτε μου μένα κι εγώ δά σασε πάω σ’ έναν τόπο να καλοπουλήσετε». Παίρνει τοις ο ψαροκαβαλλάρης κι επηαίνανε κι επηαίνανε και πάει τσι από τη Μιλατό και περνούνε το Φραθιά, κι εκείη στον Κάτω Φραθιά εχάθηκεν από μπρός τους. «Μωρέ κι ίντα δα γενούμε δα; Ίντα γινήκεν αυτός ο άνθρωπος;» Γυρευγούνε απάνω, γυρεύγουνε κάτω, μούδ’ εκούστηκε. Βάνουνε κι αυτοί το διαδρόμι ομπρός τους και τσι βγάνει στο μοναστήρι στα «Ξερά Ξύλα». Ήτονε κι αργά. «Ντά που δα πάμε; Επαδέ δα πομείνωμε;» Πάνε στο μοναστήρι και ξεφορτώνουνε. Οι καλογέροι τσι ποδεχτήκανε και βάνουσι ντους και τρώνε και πίνουνε, βάνουν και των οζώ ντους αγέρα κι απόι εκάτσανε στη κουβέντα. Λένε αυτοί των καλογέρω όλη την ιστορία, πως επάντηξεν ο ψαροκαβαλλάρης, και πως τον εχάσανε απού το δρόμο. Κι ο γούμενος τώσε λέει : «Και θέλετε να τόνε δήτε; Πώς δε θέλουμε!» Παίρνει ο γούμενος το κλειδί και πάει κι ανοίγει την εκκλησά και τώσε δείχνει την εικόνα του άγι’ωργιού και τώσε λέει : «Μπά να ‘ναι τούτοσέ; Βαλάχι μπιλαχί κι ο ίδιος είναι». Αυτοί σαν είδανε, πως ήσανε όλην την ώρα με τον Ά Γιώργη, εφύγανε κι εφήκανε τον καρπό στο μοναστήρι και δεν πήρανε παράδες από τη χαρά ντους. «Βάχτι» = εποχή, «Μεραμπέλλο» = επαρχία Ν. Λασιθίου Κρήτης, «Χώρα» = Ηράκλειο, , «Αρόλοθους» = Τοπωνύμιο κοντά στη Χέρσον. «Μιλατό» = χωριό επ. Μεραμβέλλων «Φραθιά» = μετόχι επ. Μεραμβέλλων, «Ξερά Ξύλα» = κοινόβιο μοναστήρι στην Επ. Μεραμβέλλο

Μια φορά και έναν καιρό, στο βάχτι των παπούδολαλάδω μας ήπιασε πείνα στο Μεραμπέλλο. Τον καιρό κείονα δεν ήρχουντανε καράβια να φέρνουνε καρπό. Έκουσαν το δύο Τούρκοι απού τα Πεδιαδίτικα κι εσυμφωνήσανε να πάνε να πουλήσουνε καρπό στο Μεραμπέλλο. Εκείνα δεν εγατέχανε το δρόμο, μα εξεκινήσανε απού τη χώρα κι ηρχούντανε. Όντον επερνούσανε στον Πατούχα τσ’ Αρολίθους θωρούνε έναν ψαρόκαβαλλάρη κι ηρχούντονε από πέρα. Αυτοί εκοντοστάθήκανε να τονε ρωτήξουνε από πού πάει ο δρόμος. Κι εκέινος πάλι τσι ρώτηξε : «Μπρέ που πάτε, κουμπάροι; Μπρέ, έτσε κι έτσε κι εμάθαμε πως το Μεραμπέλλο έχουνε έλλειψη από καρπό κι εφορτώσαμε τα χτήματα μας να πάμε να πουλήσωμε, μα δε γατέχομε το δρόμο. Ακλουθάτε μου μένα κι εγώ δά σασε πάω σ’ έναν τόπο να καλοπουλήσετε». Παίρνει τοις ο ψαροκαβαλλάρης κι επηαίνανε κι επηαίνανε και πάει τσι από τη Μιλατό και περνούνε το Φραθιά, κι εκείη στον Κάτω Φραθιά εχάθηκεν από μπρός τους. «Μωρέ κι ίντα δα γενούμε δα; Ίντα γινήκεν αυτός ο άνθρωπος;» Γυρευγούνε απάνω, γυρεύγουνε κάτω, μούδ’ εκούστηκε. Βάνουνε κι αυτοί το διαδρόμι ομπρός τους και τσι βγάνει στο μοναστήρι στα «Ξερά Ξύλα». Ήτονε κι αργά. «Ντά που δα πάμε; Επαδέ δα πομείνωμε;» Πάνε στο μοναστήρι και ξεφορτώνουνε. Οι καλογέροι τσι ποδεχτήκανε και βάνουσι ντους και τρώνε και πίνουνε, βάνουν και των οζώ ντους αγέρα κι απόι εκάτσανε στη κουβέντα. Λένε αυτοί των καλογέρω όλη την ιστορία, πως επάντηξεν ο ψαροκαβαλλάρης, και πως τον εχάσανε απού το δρόμο. Κι ο γούμενος τώσε λέει : «Και θέλετε να τόνε δήτε; Πώς δε θέλουμε!» Παίρνει ο γούμενος το κλειδί και πάει κι ανοίγει την εκκλησά και τώσε δείχνει την εικόνα του άγι’ωργιού και τώσε λέει : «Μπά να ‘ναι τούτοσέ; Βαλάχι μπιλαχί κι ο ίδιος είναι». Αυτοί σαν είδανε, πως ήσανε όλην την ώρα με τον Ά Γιώργη, εφύγανε κι εφήκανε τον καρπό στο μοναστήρι και δεν πήρανε παράδες από τη χαρά ντους. «Βάχτι» = εποχή, «Μεραμπέλλο» = επαρχία Ν. Λασιθίου Κρήτης, «Χώρα» = Ηράκλειο, , «Αρόλοθους» = Τοπωνύμιο κοντά στη Χέρσον. «Μιλατό» = χωριό επ. Μεραμβέλλων «Φραθιά» = μετόχι επ. Μεραμβέλλων, «Ξερά Ξύλα» = κοινόβιο μοναστήρι στην Επ. Μεραμβέλλο
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Μια φορά και έναν καιρό, στο βάχτι των παπούδολαλάδω μας ήπιασε πείνα στο Μεραμπέλλο. Τον καιρό κείονα δεν ήρχουντανε καράβια να φέρνουνε καρπό. Έκουσαν το δύο Τούρκοι απού τα Πεδιαδίτικα κι εσυμφωνήσανε να πάνε να πουλήσουνε καρπό στο Μεραμπέλλο. Εκείνα δεν εγατέχανε το δρόμο, μα εξεκινήσανε απού τη χώρα κι ηρχούντανε. Όντον επερνούσανε στον Πατούχα τσ’ Αρολίθους θωρούνε έναν ψαρόκαβαλλάρη κι ηρχούντονε από πέρα. Αυτοί εκοντοστάθήκανε να τονε ρωτήξουνε από πού πάει ο δρόμος. Κι εκέινος πάλι τσι ρώτηξε : «Μπρέ που πάτε, κουμπάροι; Μπρέ, έτσε κι έτσε κι εμάθαμε πως το Μεραμπέλλο έχουνε έλλειψη από καρπό κι εφορτώσαμε τα χτήματα μας να πάμε να πουλήσωμε, μα δε γατέχομε το δρόμο. Ακλουθάτε μου μένα κι εγώ δά σασε πάω σ’ έναν τόπο να καλοπουλήσετε». Παίρνει τοις ο ψαροκαβαλλάρης κι επηαίνανε κι επηαίνανε και πάει τσι από τη Μιλατό και περνούνε το Φραθιά, κι εκείη στον Κάτω Φραθιά εχάθηκεν από μπρός τους. «Μωρέ κι ίντα δα γενούμε δα; Ίντα γινήκεν αυτός ο άνθρωπος;» Γυρευγούνε απάνω, γυρεύγουνε κάτω, μούδ’ εκούστηκε. Βάνουνε κι αυτοί το διαδρόμι ομπρός τους και τσι βγάνει στο μοναστήρι στα «Ξερά Ξύλα». Ήτονε κι αργά. «Ντά που δα πάμε; Επαδέ δα πομείνωμε;» Πάνε στο μοναστήρι και ξεφορτώνουνε. Οι καλογέροι τσι ποδεχτήκανε και βάνουσι ντους και τρώνε και πίνουνε, βάνουν και των οζώ ντους αγέρα κι απόι εκάτσανε στη κουβέντα. Λένε αυτοί των καλογέρω όλη την ιστορία, πως επάντηξεν ο ψαροκαβαλλάρης, και πως τον εχάσανε απού το δρόμο. Κι ο γούμενος τώσε λέει : «Και θέλετε να τόνε δήτε; Πώς δε θέλουμε!» Παίρνει ο γούμενος το κλειδί και πάει κι ανοίγει την εκκλησά και τώσε δείχνει την εικόνα του άγι’ωργιού και τώσε λέει : «Μπά να ‘ναι τούτοσέ; Βαλάχι μπιλαχί κι ο ίδιος είναι». Αυτοί σαν είδανε, πως ήσανε όλην την ώρα με τον Ά Γιώργη, εφύγανε κι εφήκανε τον καρπό στο μοναστήρι και δεν πήρανε παράδες από τη χαρά ντους. «Βάχτι» = εποχή, «Μεραμπέλλο» = επαρχία Ν. Λασιθίου Κρήτης, «Χώρα» = Ηράκλειο, , «Αρόλοθους» = Τοπωνύμιο κοντά στη Χέρσον. «Μιλατό» = χωριό επ. Μεραμβέλλων «Φραθιά» = μετόχι επ. Μεραμβέλλων, «Ξερά Ξύλα» = κοινόβιο μοναστήρι στην Επ. Μεραμβέλλο

Λιουδάκη, Μαρία
Λιουδάκη, Μαρία (EL)

Παραδόσεις

Κρήτη, Μεραμβέλλο, Λατσίδα


1938




Αρ. 1162 Β, σελ. 62 – 64, Μ. Λιουδάκη, Μεραμβέλλο, Λάτσιδα, 1938

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.