Ήτανε μια κωπέλλα που ήτανε από γονείς άπιστους, που δεν πιστεύαν, και τσιγκούνηδες και επαντρεύτηκε σε καλούς ανθρώπους που πιστεύανε. Της λέει η πεθερά. Εδώ σ’ εμάς ότι κάνουμε θα κάνης. Αυτή έκανε, αλλά η πίστη δεν μπήκε μέσα της. Επίστευε όπως ήταν συνηθισμένη. Ήρθε καιρός που εγέννησε ένα παιδάκι, έγινε ενός δυό χρονώ. Η γιαγιά του το έπαιρνε στην εκκλησία να πάνε. Ένα βράδυ το έβγαλε το παιδί η μαμά του στην αυλή να κάνη το νερό του. Η μαμά εκεί επερίμενε το παιδί της. Ώσπου να γυρίση να ιδή το παιδί εχάθηκε. Αυτή δεν ήξερε τι να κάνη; Εγύρισε και είδε κατά γης και είπε «Άνοιξε η γη και το άρπαξε». Κλαίοντας γυρίζει στο σπίτι και το λέγει στην πεθερά της. Έψαξαν εκεί σ’ όλα τα μέρη, δεν μπορούν να βρουν το παιδί. Ύστερα το βρήκαν τελευταία σ’ ένα ξωκκλήσι του Αγίου Γεωργίου. Λέει η μαμά του ποιος σε έφερε εδώ; Παιδί μου. Λέει το παιδί. «Την ώρα που ήμαστε στην αυλή ήρθε ο παπούς με το άσπρο άλογο και μ’ επήρε. Γιατί δεν του μίλησες; Και δεν τον γνώρισες γιατί δεν πιστεύεις. Η γιαγιά και ο παππούς μου εδώ με φέρνουν, εσύ δε με φέρνεις και γι’ αυτό ήρθε ο παπούς με το άσπρο άλογο και μ΄ επήρε. Η πεθερα της λέει τότε : «Είδες νύφη, να πιστεύης και να κάνης ότι κάνομε»

Ήτανε μια κωπέλλα που ήτανε από γονείς άπιστους, που δεν πιστεύαν, και τσιγκούνηδες και επαντρεύτηκε σε καλούς ανθρώπους που πιστεύανε. Της λέει η πεθερά. Εδώ σ’ εμάς ότι κάνουμε θα κάνης. Αυτή έκανε, αλλά η πίστη δεν μπήκε μέσα της. Επίστευε όπως ήταν συνηθισμένη. Ήρθε καιρός που εγέννησε ένα παιδάκι, έγινε ενός δυό χρονώ. Η γιαγιά του το έπαιρνε στην εκκλησία να πάνε. Ένα βράδυ το έβγαλε το παιδί η μαμά του στην αυλή να κάνη το νερό του. Η μαμά εκεί επερίμενε το παιδί της. Ώσπου να γυρίση να ιδή το παιδί εχάθηκε. Αυτή δεν ήξερε τι να κάνη; Εγύρισε και είδε κατά γης και είπε «Άνοιξε η γη και το άρπαξε». Κλαίοντας γυρίζει στο σπίτι και το λέγει στην πεθερά της. Έψαξαν εκεί σ’ όλα τα μέρη, δεν μπορούν να βρουν το παιδί. Ύστερα το βρήκαν τελευταία σ’ ένα ξωκκλήσι του Αγίου Γεωργίου. Λέει η μαμά του ποιος σε έφερε εδώ; Παιδί μου. Λέει το παιδί. «Την ώρα που ήμαστε στην αυλή ήρθε ο παπούς με το άσπρο άλογο και μ’ επήρε. Γιατί δεν του μίλησες; Και δεν τον γνώρισες γιατί δεν πιστεύεις. Η γιαγιά και ο παππούς μου εδώ με φέρνουν, εσύ δε με φέρνεις και γι’ αυτό ήρθε ο παπούς με το άσπρο άλογο και μ΄ επήρε. Η πεθερα της λέει τότε : «Είδες νύφη, να πιστεύης και να κάνης ότι κάνομε»
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Ήτανε μια κωπέλλα που ήτανε από γονείς άπιστους, που δεν πιστεύαν, και τσιγκούνηδες και επαντρεύτηκε σε καλούς ανθρώπους που πιστεύανε. Της λέει η πεθερά. Εδώ σ’ εμάς ότι κάνουμε θα κάνης. Αυτή έκανε, αλλά η πίστη δεν μπήκε μέσα της. Επίστευε όπως ήταν συνηθισμένη. Ήρθε καιρός που εγέννησε ένα παιδάκι, έγινε ενός δυό χρονώ. Η γιαγιά του το έπαιρνε στην εκκλησία να πάνε. Ένα βράδυ το έβγαλε το παιδί η μαμά του στην αυλή να κάνη το νερό του. Η μαμά εκεί επερίμενε το παιδί της. Ώσπου να γυρίση να ιδή το παιδί εχάθηκε. Αυτή δεν ήξερε τι να κάνη; Εγύρισε και είδε κατά γης και είπε «Άνοιξε η γη και το άρπαξε». Κλαίοντας γυρίζει στο σπίτι και το λέγει στην πεθερά της. Έψαξαν εκεί σ’ όλα τα μέρη, δεν μπορούν να βρουν το παιδί. Ύστερα το βρήκαν τελευταία σ’ ένα ξωκκλήσι του Αγίου Γεωργίου. Λέει η μαμά του ποιος σε έφερε εδώ; Παιδί μου. Λέει το παιδί. «Την ώρα που ήμαστε στην αυλή ήρθε ο παπούς με το άσπρο άλογο και μ’ επήρε. Γιατί δεν του μίλησες; Και δεν τον γνώρισες γιατί δεν πιστεύεις. Η γιαγιά και ο παππούς μου εδώ με φέρνουν, εσύ δε με φέρνεις και γι’ αυτό ήρθε ο παπούς με το άσπρο άλογο και μ΄ επήρε. Η πεθερα της λέει τότε : «Είδες νύφη, να πιστεύης και να κάνης ότι κάνομε»

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (EL)

Παραδόσεις

Πέλλα, Καρυδιά


1961




Λ. Α. αρ. 2394, σελ. 65 – 66, Γεωργίου Κ. Σπυριδάκη, Καρυδιά Πέλλης, 1961

Text

Greek




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)