Αυτού στο μύλο, καθώς ερχόμαστι στο χωριό, ένας Νίκος Γούλας, τον είχε νοικιασμένο το χειμώνα. Είναι βακούφ’κος (τ’ Αγίου Γεωργίου Θρεψιμιού). Το καλοκαίρ’ νοίκιαζε τον άλλο. Αυτός φαίνεται έκλεβε από το βακούφ’κο το χειμώνα και το πουλούσε το στάρ’. Πήρε και το καντάρ’ στον καλοκαιρινό μύλο να το ‘χ’ αυτός. Μια βραδιά κινάει ο Άη Γιώργης και πάει στο μύλο τον καλοκαιρινό, στο Νισπέρ’ και τον πλακών’ στο ξύλο. «Γιατί πήρις το καντάρι απ’ τον μύλο; (Κείνος είχι πή πως του το ‘κλέψαν οι απαλέτες. Δεν είπι Δομήτι το). Τον πλακών’ στο ξύλο ως ότο φύτησε (= έφτυσε) αίμα! Μόλις σ’κώθ΄κε κι έδωσε χαραγή, δε μπόρ΄σε να σταθή απ’ το ξύλο. Τον ρωτάει η γυναίκα τ’ τι έχει. Ήρθ’ ένας καβαλλάρης μ’ ένα ψαρί άλογο και με ποδοπάτ’σε με τ’ αλογό και με χτύπ’σε με το κοντάρ’. Έπειτα από 5 – 6 μήνες πέθανε αυτός

Αυτού στο μύλο, καθώς ερχόμαστι στο χωριό, ένας Νίκος Γούλας, τον είχε νοικιασμένο το χειμώνα. Είναι βακούφ’κος (τ’ Αγίου Γεωργίου Θρεψιμιού). Το καλοκαίρ’ νοίκιαζε τον άλλο. Αυτός φαίνεται έκλεβε από το βακούφ’κο το χειμώνα και το πουλούσε το στάρ’. Πήρε και το καντάρ’ στον καλοκαιρινό μύλο να το ‘χ’ αυτός. Μια βραδιά κινάει ο Άη Γιώργης και πάει στο μύλο τον καλοκαιρινό, στο Νισπέρ’ και τον πλακών’ στο ξύλο. «Γιατί πήρις το καντάρι απ’ τον μύλο; (Κείνος είχι πή πως του το ‘κλέψαν οι απαλέτες. Δεν είπι Δομήτι το). Τον πλακών’ στο ξύλο ως ότο φύτησε (= έφτυσε) αίμα! Μόλις σ’κώθ΄κε κι έδωσε χαραγή, δε μπόρ΄σε να σταθή απ’ το ξύλο. Τον ρωτάει η γυναίκα τ’ τι έχει. Ήρθ’ ένας καβαλλάρης μ’ ένα ψαρί άλογο και με ποδοπάτ’σε με τ’ αλογό και με χτύπ’σε με το κοντάρ’. Έπειτα από 5 – 6 μήνες πέθανε αυτός
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Αυτού στο μύλο, καθώς ερχόμαστι στο χωριό, ένας Νίκος Γούλας, τον είχε νοικιασμένο το χειμώνα. Είναι βακούφ’κος (τ’ Αγίου Γεωργίου Θρεψιμιού). Το καλοκαίρ’ νοίκιαζε τον άλλο. Αυτός φαίνεται έκλεβε από το βακούφ’κο το χειμώνα και το πουλούσε το στάρ’. Πήρε και το καντάρ’ στον καλοκαιρινό μύλο να το ‘χ’ αυτός. Μια βραδιά κινάει ο Άη Γιώργης και πάει στο μύλο τον καλοκαιρινό, στο Νισπέρ’ και τον πλακών’ στο ξύλο. «Γιατί πήρις το καντάρι απ’ τον μύλο; (Κείνος είχι πή πως του το ‘κλέψαν οι απαλέτες. Δεν είπι Δομήτι το). Τον πλακών’ στο ξύλο ως ότο φύτησε (= έφτυσε) αίμα! Μόλις σ’κώθ΄κε κι έδωσε χαραγή, δε μπόρ΄σε να σταθή απ’ το ξύλο. Τον ρωτάει η γυναίκα τ’ τι έχει. Ήρθ’ ένας καβαλλάρης μ’ ένα ψαρί άλογο και με ποδοπάτ’σε με τ’ αλογό και με χτύπ’σε με το κοντάρ’. Έπειτα από 5 – 6 μήνες πέθανε αυτός

Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (EL)

Παραδόσεις

Καρδίτσα, Θραψίμι


1959




Λ. Α. αρ. 2301, σελ. 484 – 485, Δ. Λουκάτος, Θραψίμι Καρδίτσης, 1959

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.