Στον Άι (Γ)ιώρκη [μοναστήρι του χωριού Αντράμασσο (βορ. Ανατ. Της νήσου)] είχε έναν καλόηρο και λέαν τον Κωσταντή του Πέτρου. Αυτός είχε κάμει πολλα χρόνια εκειά πέρα, όπου εγήρασε πλιά κι ο δρόμος από τον Άι (Γ)ιώρκη (ν)α ‘ρτης εις το χωριό για ‘κείνον που ‘το γέρος πλιά και ‘εν μπορούσε (ν)α πορπατήξη ήτο ώρες πολλές και τον εύρισκαν ομπρός τσουπάνηες και του λέαν. Πως ποσώνεις Κωσταντή και προκάμνεις σ’ αυτή κακοστρατιά κ’ έρκεσαι στο χωριό κ’ εκείνος έλεε : Ώχου τα παιάκια μου ακούσετε (ν)α σας πώ άμα θέλω ‘α ‘ρτω στο χωριό μπαίνω και θυμιάζω τον Άι Γιώρκη και λέω του : Άι Γιώρκη μου θέλω ‘α πάω στο χωριό και φέρνει το μουλάρι του καθίζει με πάνω και φκάλει με πάνω στο ρυάκι. Πολλοί τον εφήναν στη στράτα οπίσω τον εύρισκαν ομπρός στο χωριό, έφταναν πολύ πιο γρήγορα

Στον Άι (Γ)ιώρκη [μοναστήρι του χωριού Αντράμασσο (βορ. Ανατ. Της νήσου)] είχε έναν καλόηρο και λέαν τον Κωσταντή του Πέτρου. Αυτός είχε κάμει πολλα χρόνια εκειά πέρα, όπου εγήρασε πλιά κι ο δρόμος από τον Άι (Γ)ιώρκη (ν)α ‘ρτης εις το χωριό για ‘κείνον που ‘το γέρος πλιά και ‘εν μπορούσε (ν)α πορπατήξη ήτο ώρες πολλές και τον εύρισκαν ομπρός τσουπάνηες και του λέαν. Πως ποσώνεις Κωσταντή και προκάμνεις σ’ αυτή κακοστρατιά κ’ έρκεσαι στο χωριό κ’ εκείνος έλεε : Ώχου τα παιάκια μου ακούσετε (ν)α σας πώ άμα θέλω ‘α ‘ρτω στο χωριό μπαίνω και θυμιάζω τον Άι Γιώρκη και λέω του : Άι Γιώρκη μου θέλω ‘α πάω στο χωριό και φέρνει το μουλάρι του καθίζει με πάνω και φκάλει με πάνω στο ρυάκι. Πολλοί τον εφήναν στη στράτα οπίσω τον εύρισκαν ομπρός στο χωριό, έφταναν πολύ πιο γρήγορα
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Στον Άι (Γ)ιώρκη [μοναστήρι του χωριού Αντράμασσο (βορ. Ανατ. Της νήσου)] είχε έναν καλόηρο και λέαν τον Κωσταντή του Πέτρου. Αυτός είχε κάμει πολλα χρόνια εκειά πέρα, όπου εγήρασε πλιά κι ο δρόμος από τον Άι (Γ)ιώρκη (ν)α ‘ρτης εις το χωριό για ‘κείνον που ‘το γέρος πλιά και ‘εν μπορούσε (ν)α πορπατήξη ήτο ώρες πολλές και τον εύρισκαν ομπρός τσουπάνηες και του λέαν. Πως ποσώνεις Κωσταντή και προκάμνεις σ’ αυτή κακοστρατιά κ’ έρκεσαι στο χωριό κ’ εκείνος έλεε : Ώχου τα παιάκια μου ακούσετε (ν)α σας πώ άμα θέλω ‘α ‘ρτω στο χωριό μπαίνω και θυμιάζω τον Άι Γιώρκη και λέω του : Άι Γιώρκη μου θέλω ‘α πάω στο χωριό και φέρνει το μουλάρι του καθίζει με πάνω και φκάλει με πάνω στο ρυάκι. Πολλοί τον εφήναν στη στράτα οπίσω τον εύρισκαν ομπρός στο χωριό, έφταναν πολύ πιο γρήγορα

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (EL)

Παραδόσεις

Δωδεκάνησα, Χάλκη


1964




Λ. Α. αρ. 2892, σελ. 61 - 62, Άννης Ιω. Παπαμιχαήλ, Χάλκη Δωδεκανήσου, 1964

Text

Greek




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)