Μια βολά όλο το Φανάρι ήταν θάλασσα κι’ εκεί που είναι σήμερα το Καστρί ήταν νησί και κάουνταν ο βασιλιάς. Κάποτε μπήκε. Κάποτε μπήκ’ ο διάολος μέσ’ στην κοιλιά τση βασίλισσας και την κούναε. Έμαθ’ ο βασιλιάς πως στου Σούλι, είν’ ένας καλόερος, ο άϊ Δονάτος που με τα λόγια του Χριστού κάνει θιάματα κι’ έστειλ’ ένα δούλο να τον παρακαλέση νάρθη. Εις τη Γλυκή ο δούλος πάει με τη βάρκα, κι αποκεί κύλλησε με τα ποδάργια. Ο Άγιος είπε του δούλου να φύη και θα πάη μοναχός του. Κατήφκε ο δούλος πήρε τη βάρκα κι έφυγε. Ο Βασιλιάς τον μάλλωσε που δεν έκατσε να τον πάρη με στη βάρκα. Την άλλη μέρα νάτος ο Άγιος καβάλλα στο μουλάρι. Περβάταε την κορφή το νερό. Πιάνει ο Άγιος την γυναίκα και τη χτυπάει με μια βέτσα από το κεφάλι και στα κάτον. Ο διάολος από μέσα χούγιαζε κι έσκουζε. Χτυπώντας, χτυπώντας, ο διάολος κατήφκε και μαζώχκε στο δάχτυλο το μικρό του ποδαριού. Μια του δίνει με το σκεπάρνι και πέρα το δάχτυλο με το σαϊτάνι. Ο Βασιλιάς θέλει να δώκει στον Άγιο πολλά δώρα. Ο Άγιος του γύρεψε να του δώκη τη θάλασσα από τη Σπλάντζα, από την Παραμυθιά. Την ξέρανε και την έκαμε στεργιά. Οι Φαναρίστοι έχουν οργή από τον Άϊ Δονάτο που τσ’ έδωκε τέτοιον κάμπον και δεν τόφκιαναν μια εκκλησία. Γιαυτό δουλεύουν και δεν προκόβουν
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών