Ψηλά στην κορφή τ’ Αηλιά και δίπλα στο ομώνυμο ξωκκλήσι βρίσκεται μια μεγάλη πέτρα που από μακρυά φαίνεται σα νεροχελώνα να μυρίζεται στον αέρα και να κοιτάξει προς το χωριό. Λένε πως τα παλιά χρόνια γινόταν πανηγύρι εκεί ανήμερα τ’ Αηλιά. Μόλις τελείωνε τη λειτουργία ο παπάς - βρισκόταν κι εκκλησία παλιότερα κεί πάνω – έβγαινε όλος ο κόσμος να δει το κριάρι που ερχόταν τρεχάτο ίσα πάνω στην κορφή για να γείρει σε λίγο το κεφάλι του πάνω στη μεγάλη πέτρα περιμένοντας το σφάχτη. Οι σφάχτες ήταν πάντα απ’ το ίδιο σπίτι, που χρόνια τόσα αναλάβαιναν το σφάξιμο του κριαριού, γενιά προς γενιά. Αφού σφαζόταν το κριάρι μαγειρευόταν και μοιραζόταν σ’ όλους τους πανηγυριώτες. Ένα χρόνο όμως το κριάρι άργησε νάρθη. Η λειτουργία από ώρα είχε τελειώσει κι ο σφάχτης με τον παπά κι όλο το πλήθος περίμεναν πότε θα φαννεί. Που και που το κριάρι φάνηκε και μόλις ζύγωσε κοντά, χωρίς ούτε καλά καλά να πάρει την ανάσα του το ζώο, τ’ αρπάζει ο σφάχτης, το σφίγγει ανάμεσα στα πόδια του και το παίρνει το κεφάλι. Η βιασύνη τούτη του σφάχτη που δεν καρτέρησε λίγο να ξεκουραστή το ζώο και μόνο του μετά να τραβήξει ίσια στην πέτρα και να γείρη το κεφάλι του, όπως γινότανε τ’ άλλα χρόνια, έγινε αιτία να μη ξαναρθή άλλο χρόνο το κριάρι. Οι χωριανοί κατάλαβαν πως κάκιωσε ο Αηλιάς με την συμπεριφορά του σφάχτη και συνέχισαν να σφάζουν ‘κει πάνω, δικά τους όμως αρνιά, σε ανάμνηση του κριαριού πούστελνε ο άγιος ανήμερα την χάρη του… Στα 1935 γινόταν ο δρόμος ανάμεσα στη Μηλιά και στο Θεραπειό. Όλη η πέτρα για το στρώσιμο του δρόμου κουβαλιόταν από τις Κόπετρες και τον Αηλιά. Βάζαν φουρνέλα κι ανατίναζαν τα βράχια και κατόπι τα θρυμμάτιζαν με βαριά σιδερένια σφυριά. Επικεφαλής σ’ αυτούς που ετοίμαζαν πέτρα για το δρόμο ήταν ένας αρμένος. Είδε στη κορφή τ’ Αηλιά τη μεγάλη πέτρα κι αμέσως παραγγέλνει στους εργάτες του να πάνε να την ανατινάξουν. Ανέβηκαν πάνω οι εργάτες με τον αρμένο κι άρχησαν όπως συνήθως ν’ ανοίγουν τρύπες με σιδερένιους λοστούς για να βάλλουν την δυναμίτιδα. Καθώς εργαζόταν αμέριμνοι μέρα μεσημέρι μέσα στο λιοπύρι, άκουσε ο αρμένος, καθαρά χτυπήματα καμπάνας. Λέει τότε στους εργάτες να σταματήσουν και ν’ αφουγκραστούν και κείνοι. Οι εργάτες όμως δεν άκουσαν τίποτα και συνέχισαν τη δουλειά τους. Στο μεταξύ η καμπάνα ακουγόταν όλο και πιο δυνατά. Δεν έμοιαζε νάναι του χωριού ούτε των άλλων χωριών γύρω. Κι άλλο, τι γύρευε μέρα μεσημέρι καμπάνα να χτυπά έτσι … Αφουγκράζεται ο Αρμένος καλλίτερα και κατάλαβε καθαρά τώρα πια πως η φωνή έβγαινε μεσ’ από τη γης, κάτω ακριβώς απ’ το βράχο. Σταυροκοπήθηκε. Είπε στους εργάτες και φύγανε. Από τότε μένει η πέτρα στον τόπο της σα νεροχελώνα που μυρίζεται τον αέρα κοιτάζοντας πέρα το χωριό!
This item is provided by the institution :
Academy of Athens
Repository :
Archives of Proverbs and Popular Legends of the Hellenic Folklore Research Centre, Academy of Athens