Ο παππούς μου ο Βαγγέλαρος Μαθιουδάκης απέθανε το 1955 εις ηλικίαν 85 ετών) από τον Πέρα Τριοβασάλο μού ‘πε πως μια φορά στον Άη Γιάννη το Σιδεριανό εμαζεύανε τα κορίτσια ελιές του Αγίου. Εκεί που τσοί μαζεύανε ήρθε ξαφνικά ένα καΐκι με τούρκοι κ’ εκυνηγήσανε τα κορίτσια. Αυτά ετρέξανε στημ εκκλησία. Αφού ‘φτάσανε κ’ εμπήκανε μέσα, είπανε : - Άη Γιάννη μου, σιδέρωσε τσι πόρτες σου. Κι ο Άγιος εσιδέρωσε τσι πόρτες και δεν εμπορούσανε να μπούνε. Αυτοί ανεβήκανε πάνω στην εκκλησία, ανοίξανε μια τρύπα κ’ εκρέμασε ένας το χέρι του με το μπιστόλι να πυροβολήση, αλλά εκόπηκε το χέρι του κ’ έπεσε το χέρι και το μπιστόλι μέσα στην εκκλησία. (Το μπιστόλι είναι ακόμη στην εκκλησία σ’ ένα ντουλαπάκι δίπλα στον Άγιο). Αυτοί σαν είδανε αυτό εφοβηθήκανε κ’ εκατεβήκανε στη θάλασσα να φύγουνε, μα το καΐκι δεν εξεκινούσε. Εταχτήκανε τότες στον Άγιο να μπορέσουνε να φύγουνε και άμα φτάσανε στο τόπο τώνε να του στείλουνε ένα τουλούμι λάδι. Εξεκίνησε το καΐκι κ’ επήγανε στον τόπο των. Μόλις φτάξανε εβάλανε το τουλούμι το λάδι μέσα στη θάλασσα, εδέσανε και στο τουλούμι μια κουμπούρα κ’ εγράψανε απάνω που πηγαίνει το λάδι. Το λάδι έφτασε στο γιαλό κάτω από το μοναστήρι. Ο καλόγερος ωνειρεύτηκε τον Άγιο που του ΄πε. Να πάς να μου πάρης το λάδι, να μου το φέρης που μου το ‘τάξανε και μου το στείλανε. Ο καλόγερος ενόμισε πως επεδή είχε σβήσει το καdήλι του Αγίου κ’ εσηκώθηκε και το άναψε. Ο Άγιος τον ενείρεψε πάλι και τότε ο καλόγερος εκατέβηκε στη θάλασσα κ’ ευρήκε το τουλούμι και το ‘φερε στο μοναστήρι. Η κουμπούρα αυτή η ξύλινη βρίσκεται ακόμη με τη μπιστόλα στο ντουλαπάκι του μοναστηριού. Ο Άη Γιάννης Ο Σιδεριανός γιορτάζει στις 26 του Σετέμπρι. Πάει πολύς κόσμος. (τουλούμι = ασκόν, κουμπούρα = χονδρή βέργα)
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών