Πριν πολλά χρόνια είχε ένα τσουπάνη αυτός ου τσουπάνης εκάθετο του Άϊ Ζαννιού τους θόλους ήτο πέντε αδερφοί και είχαν κ’ ένα ξένο τσουπανάκι κ’ έπαιρε τα μικρά όχι τις μάννες και τα έβοσκε εκεί κοντά στου Άϊ Ζιάννη, αλλά εκεί κοντά είχε ένα με(γ)άλο γκρεμάρι και ελέαν το Σκυλλόγκρεμνο (δυτ. Της νησ.) Μια μέρα ήτο βροχές κ’ έχασε τ’ αρνιά ο βοσκός και νυχτιάστηκε ‘α πά’ (ν)α φέρη στα αφεντικά του. Τ’ αφεντικά ‘ευρέψαν το τσουπανάκι (ν)α ‘δούν που βρίσκεται. Επήαν κ’ ηύραντο κοντά στο κρεμάρι (κ)αι εκάθετο κ(αι) έκλαιε και λέουν του : Είντα που ‘χεις και κλαίς. Ήμπαν τ’ αρνιά όλα μέσα στο κρεμάρι. Έλα (ν)α πάμε στον Άϊ Ζιάννη και μη πής τίποτα στη μάννα μου. Αφού πήαν κ(αι) εφάαν η μάννα ερώτησε το μικρό. Είντα που ‘χετε και νυχτιάστητε και ‘ργήσητε (ν)α ‘ρτήτε. Λέει της αυτός έχασα τ’ αρνιά κ’ ήμπαν όλα μέσα στο κρεμάρι. Λέει του αυτή. Χάζου κοίταζε κακόμοιρο μην το πής στα παιά μου ώσπου (ν)α ξημερώση ‘α ‘ούμε πάς και βγαλομέν τα. Κείνοι εθέκαν κ’ αυτοί ήμπε στην εκκλησά και μετάνοιζε όλη τη νύχτα. Κ(αι) έλεε : Άϊ Γιάννη μου και φκάλετα όξω μην πάουν τα παιά μου και γκρεμίσουν και ‘αρε τα μισά όσα ‘ναι. Εσηκώστησαν το πρωί νυχατά τα παιϊά της κ(αι) επήαν κ(αι) επήε και ‘κείνη μαζί. Πήαν και ‘εν τα βρίσκαν στο κρεμάρι και ‘ρχήσαν και κλαίαν ώχου γκρέμισαν τ’ αρνιά μας. Τότε των είπε η μάνα ελάτε (ν)α πάμε στη μάντρα ‘α (δ)ούμε αν ηύβγαν κ(αι) επήαν. Επήαν εις την μάντρα κ’ ηύραν τα όλα εκεί ‘α τότες λέει η μάννα στο πρώτο της υιό : Μουρέ τ’ αρνιά να τα βουλώσης τα μισά να τα ‘ώκης στο Άϊ Ζάννη γιατί τα ‘ταξα που μετάνοιζα να τα φκάλη οψάρκα

Πριν πολλά χρόνια είχε ένα τσουπάνη αυτός ου τσουπάνης εκάθετο του Άϊ Ζαννιού τους θόλους ήτο πέντε αδερφοί και είχαν κ’ ένα ξένο τσουπανάκι κ’ έπαιρε τα μικρά όχι τις μάννες και τα έβοσκε εκεί κοντά στου Άϊ Ζιάννη, αλλά εκεί κοντά είχε ένα με(γ)άλο γκρεμάρι και ελέαν το Σκυλλόγκρεμνο (δυτ. Της νησ.) Μια μέρα ήτο βροχές κ’ έχασε τ’ αρνιά ο βοσκός και νυχτιάστηκε ‘α πά’ (ν)α φέρη στα αφεντικά του. Τ’ αφεντικά ‘ευρέψαν το τσουπανάκι (ν)α ‘δούν που βρίσκεται. Επήαν κ’ ηύραντο κοντά στο κρεμάρι (κ)αι εκάθετο κ(αι) έκλαιε και λέουν του : Είντα που ‘χεις και κλαίς. Ήμπαν τ’ αρνιά όλα μέσα στο κρεμάρι. Έλα (ν)α πάμε στον Άϊ Ζιάννη και μη πής τίποτα στη μάννα μου. Αφού πήαν κ(αι) εφάαν η μάννα ερώτησε το μικρό. Είντα που ‘χετε και νυχτιάστητε και ‘ργήσητε (ν)α ‘ρτήτε. Λέει της αυτός έχασα τ’ αρνιά κ’ ήμπαν όλα μέσα στο κρεμάρι. Λέει του αυτή. Χάζου κοίταζε κακόμοιρο μην το πής στα παιά μου ώσπου (ν)α ξημερώση ‘α ‘ούμε πάς και βγαλομέν τα. Κείνοι εθέκαν κ’ αυτοί ήμπε στην εκκλησά και μετάνοιζε όλη τη νύχτα. Κ(αι) έλεε : Άϊ Γιάννη μου και φκάλετα όξω μην πάουν τα παιά μου και γκρεμίσουν και ‘αρε τα μισά όσα ‘ναι. Εσηκώστησαν το πρωί νυχατά τα παιϊά της κ(αι) επήαν κ(αι) επήε και ‘κείνη μαζί. Πήαν και ‘εν τα βρίσκαν στο κρεμάρι και ‘ρχήσαν και κλαίαν ώχου γκρέμισαν τ’ αρνιά μας. Τότε των είπε η μάνα ελάτε (ν)α πάμε στη μάντρα ‘α (δ)ούμε αν ηύβγαν κ(αι) επήαν. Επήαν εις την μάντρα κ’ ηύραν τα όλα εκεί ‘α τότες λέει η μάννα στο πρώτο της υιό : Μουρέ τ’ αρνιά να τα βουλώσης τα μισά να τα ‘ώκης στο Άϊ Ζάννη γιατί τα ‘ταξα που μετάνοιζα να τα φκάλη οψάρκα
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Πριν πολλά χρόνια είχε ένα τσουπάνη αυτός ου τσουπάνης εκάθετο του Άϊ Ζαννιού τους θόλους ήτο πέντε αδερφοί και είχαν κ’ ένα ξένο τσουπανάκι κ’ έπαιρε τα μικρά όχι τις μάννες και τα έβοσκε εκεί κοντά στου Άϊ Ζιάννη, αλλά εκεί κοντά είχε ένα με(γ)άλο γκρεμάρι και ελέαν το Σκυλλόγκρεμνο (δυτ. Της νησ.) Μια μέρα ήτο βροχές κ’ έχασε τ’ αρνιά ο βοσκός και νυχτιάστηκε ‘α πά’ (ν)α φέρη στα αφεντικά του. Τ’ αφεντικά ‘ευρέψαν το τσουπανάκι (ν)α ‘δούν που βρίσκεται. Επήαν κ’ ηύραντο κοντά στο κρεμάρι (κ)αι εκάθετο κ(αι) έκλαιε και λέουν του : Είντα που ‘χεις και κλαίς. Ήμπαν τ’ αρνιά όλα μέσα στο κρεμάρι. Έλα (ν)α πάμε στον Άϊ Ζιάννη και μη πής τίποτα στη μάννα μου. Αφού πήαν κ(αι) εφάαν η μάννα ερώτησε το μικρό. Είντα που ‘χετε και νυχτιάστητε και ‘ργήσητε (ν)α ‘ρτήτε. Λέει της αυτός έχασα τ’ αρνιά κ’ ήμπαν όλα μέσα στο κρεμάρι. Λέει του αυτή. Χάζου κοίταζε κακόμοιρο μην το πής στα παιά μου ώσπου (ν)α ξημερώση ‘α ‘ούμε πάς και βγαλομέν τα. Κείνοι εθέκαν κ’ αυτοί ήμπε στην εκκλησά και μετάνοιζε όλη τη νύχτα. Κ(αι) έλεε : Άϊ Γιάννη μου και φκάλετα όξω μην πάουν τα παιά μου και γκρεμίσουν και ‘αρε τα μισά όσα ‘ναι. Εσηκώστησαν το πρωί νυχατά τα παιϊά της κ(αι) επήαν κ(αι) επήε και ‘κείνη μαζί. Πήαν και ‘εν τα βρίσκαν στο κρεμάρι και ‘ρχήσαν και κλαίαν ώχου γκρέμισαν τ’ αρνιά μας. Τότε των είπε η μάνα ελάτε (ν)α πάμε στη μάντρα ‘α (δ)ούμε αν ηύβγαν κ(αι) επήαν. Επήαν εις την μάντρα κ’ ηύραν τα όλα εκεί ‘α τότες λέει η μάννα στο πρώτο της υιό : Μουρέ τ’ αρνιά να τα βουλώσης τα μισά να τα ‘ώκης στο Άϊ Ζάννη γιατί τα ‘ταξα που μετάνοιζα να τα φκάλη οψάρκα

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (EL)

Παραδόσεις

Δωδεκάνησα, Χάλκη


1964




Λ. Α. αρ. 2892, σελ. 72 – 74, Άννης Ιω. Παπαμιχαήλ, Χάλκη Δωδεκανήσου, 1964

Text

Greek




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)