Ο Κασσιανός πέρασε μια φορά όξω στο ρομάνι (δάσος) κ ηύρε ομπρός του το Μάμα, τότε ο Μάμας δεν ήτο ακόμη Άϊος κ(αι) έκλαιε, ήτο τσουπάνης, και του ‘πε : είντα που ‘χεις άτρωπε μου και κλαίεις κι αδημόνας κ’ έχεις παράπονο με το Θεό. – Τι να σου πώ του λέει, που ‘έ με φήνει ήσυχο η αρπάχτρα. Και που σε πειράζει η αρπάχτρα. Και λέει του πάλι ο τσουπάνης έρχεται και μου τρώει τ’ αρνιά μου. Του λέει τότε ο Κασσιανός και θέλεις ‘α τα φυλάξης να μη σε πειράζη στ’ αρνιά. Θέλω αλλά πώς; - Θα πάρης μίαν πιθαμή κλωστή από μετάξι και θα πάης να ‘βρής ένα βουνό που θα ‘δής να ‘χη μέσα μια αγριολιά και θα κάτσης στον ήσκιο της και στη ρίζα της ‘α μη θωρής θάλασσα και θα κάμης το σταυρό σου και θα πής : Θεέ μου και φύλαξε το κακό πουλί που πειράζει τ’ αρνιά και θα το λέης μια φορά και θα ‘ένης ένα κόμπο κι αυτό θα το πής τρείς φορές. Κι ύστερα αυτό το μετάξι με τους κόμπους θα το πάρης και θα ‘βρής ένα χαρτί (βιβλίον) αυτό που γυαλοεύγουν και το λέμε χαρτί γ(ι)αλούς και από το χαρτί της ‘αλούς θα κόψης ένα κομμάτι και θα βάλλης μέσα το μετάξι με τους κόμπους και θα το κάμης φυλαχτό. Αλλά του ‘πε ωρισμένο καιρό ‘α μην πάη σε θάλασσα μήτε σε ‘υναίκα ούτε χαρτιά ‘α παίζη. Αυτός το ‘καμε κ(αι) εσώθη απ’ την αρπάχτρα, αλλά μια μέρα ξεχάστη κ(αι) επήεν στη θάλασσα ‘α ξύση τα ψάρια του και την αυγή πήε απάνω στα ζά του και ηύρε τας φασαρίες, δεκαπέντε αρνιά ανοιμένα

Ο Κασσιανός πέρασε μια φορά όξω στο ρομάνι (δάσος) κ ηύρε ομπρός του το Μάμα, τότε ο Μάμας δεν ήτο ακόμη Άϊος κ(αι) έκλαιε, ήτο τσουπάνης, και του ‘πε : είντα που ‘χεις άτρωπε μου και κλαίεις κι αδημόνας κ’ έχεις παράπονο με το Θεό. – Τι να σου πώ του λέει, που ‘έ με φήνει ήσυχο η αρπάχτρα. Και που σε πειράζει η αρπάχτρα. Και λέει του πάλι ο τσουπάνης έρχεται και μου τρώει τ’ αρνιά μου. Του λέει τότε ο Κασσιανός και θέλεις ‘α τα φυλάξης να μη σε πειράζη στ’ αρνιά. Θέλω αλλά πώς; - Θα πάρης μίαν πιθαμή κλωστή από μετάξι και θα πάης να ‘βρής ένα βουνό που θα ‘δής να ‘χη μέσα μια αγριολιά και θα κάτσης στον ήσκιο της και στη ρίζα της ‘α μη θωρής θάλασσα και θα κάμης το σταυρό σου και θα πής : Θεέ μου και φύλαξε το κακό πουλί που πειράζει τ’ αρνιά και θα το λέης μια φορά και θα ‘ένης ένα κόμπο κι αυτό θα το πής τρείς φορές. Κι ύστερα αυτό το μετάξι με τους κόμπους θα το πάρης και θα ‘βρής ένα χαρτί (βιβλίον) αυτό που γυαλοεύγουν και το λέμε χαρτί γ(ι)αλούς και από το χαρτί της ‘αλούς θα κόψης ένα κομμάτι και θα βάλλης μέσα το μετάξι με τους κόμπους και θα το κάμης φυλαχτό. Αλλά του ‘πε ωρισμένο καιρό ‘α μην πάη σε θάλασσα μήτε σε ‘υναίκα ούτε χαρτιά ‘α παίζη. Αυτός το ‘καμε κ(αι) εσώθη απ’ την αρπάχτρα, αλλά μια μέρα ξεχάστη κ(αι) επήεν στη θάλασσα ‘α ξύση τα ψάρια του και την αυγή πήε απάνω στα ζά του και ηύρε τας φασαρίες, δεκαπέντε αρνιά ανοιμένα
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Ο Κασσιανός πέρασε μια φορά όξω στο ρομάνι (δάσος) κ ηύρε ομπρός του το Μάμα, τότε ο Μάμας δεν ήτο ακόμη Άϊος κ(αι) έκλαιε, ήτο τσουπάνης, και του ‘πε : είντα που ‘χεις άτρωπε μου και κλαίεις κι αδημόνας κ’ έχεις παράπονο με το Θεό. – Τι να σου πώ του λέει, που ‘έ με φήνει ήσυχο η αρπάχτρα. Και που σε πειράζει η αρπάχτρα. Και λέει του πάλι ο τσουπάνης έρχεται και μου τρώει τ’ αρνιά μου. Του λέει τότε ο Κασσιανός και θέλεις ‘α τα φυλάξης να μη σε πειράζη στ’ αρνιά. Θέλω αλλά πώς; - Θα πάρης μίαν πιθαμή κλωστή από μετάξι και θα πάης να ‘βρής ένα βουνό που θα ‘δής να ‘χη μέσα μια αγριολιά και θα κάτσης στον ήσκιο της και στη ρίζα της ‘α μη θωρής θάλασσα και θα κάμης το σταυρό σου και θα πής : Θεέ μου και φύλαξε το κακό πουλί που πειράζει τ’ αρνιά και θα το λέης μια φορά και θα ‘ένης ένα κόμπο κι αυτό θα το πής τρείς φορές. Κι ύστερα αυτό το μετάξι με τους κόμπους θα το πάρης και θα ‘βρής ένα χαρτί (βιβλίον) αυτό που γυαλοεύγουν και το λέμε χαρτί γ(ι)αλούς και από το χαρτί της ‘αλούς θα κόψης ένα κομμάτι και θα βάλλης μέσα το μετάξι με τους κόμπους και θα το κάμης φυλαχτό. Αλλά του ‘πε ωρισμένο καιρό ‘α μην πάη σε θάλασσα μήτε σε ‘υναίκα ούτε χαρτιά ‘α παίζη. Αυτός το ‘καμε κ(αι) εσώθη απ’ την αρπάχτρα, αλλά μια μέρα ξεχάστη κ(αι) επήεν στη θάλασσα ‘α ξύση τα ψάρια του και την αυγή πήε απάνω στα ζά του και ηύρε τας φασαρίες, δεκαπέντε αρνιά ανοιμένα

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (EL)

Παραδόσεις

Δωδεκάνησα, Χάλκη


1964




Λ. Α. αρ. 2892, σελ. 55 – 57, Άννης Ιω. Παπαμιχαήλ, Χάλκη Δωδεκανήσου, 1964

Text

Greek

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el

http://hdl.handle.net/20.500.11853/292705



*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)