Κατά την τελευταίαν του περιοδείαν, πέρασε και έμεινε δυό ημέρες στην Πλατανούσσα. Εστάθμευσεν και εδίδαξεν εις τον Άγιον Δημήτριον Πλανούσσης. Κατά την παράδοσιν εδίδααξεν εκεί, περίπου τα ακόλουθα : - « Αδέρφια μου θα δεθή ο κόσμος μ’ ένα σύρμα. Θα πετάξουν άνθρωποι στον αέρα. Θα γίνουν πάλι κι αλλού Σόδομα και Γόμορα. Θα φάη αδερφός τον αδερφό και τα παιδιά τη μάνα. Θα περπατήσουν οι άνθρωποι με ξυλοτσάρουχα. Τότε θα έρθη και το τέλος μας. Αν πιαστούν από τα κεφάλια εσείς εδώ να μην φοβηθήτε καθόλου. Αν πιαστούν όμως από τα πόδια, τότε σ’ όσον τόπο βλέπεται, θα σωθούν μόνον δυό που θ’ ανεβούν στις «Σκούλες». (Τοποθεσία της Πλατανούσσης επί του Ξεροβουνίου). Αυτοί για να βρούν άνθρωπο να καλημερίσουν θα περπατήσουν μέρες. Απ’ όπου όμως κι αν πιαστούν εσείς να περπατάτε πάντα προς την Ανατολή. Τότε, που θα πιαστούν, αλοίμονο στα διάβατα, τις μικρομάνες και τις μεγάλες χώρες. Εσάς θα σας σκλαβώσουν άνθρωποι αλλόκοτοι με ένα κέρατο στη μπάλα τους. Γύρω στην Πόλι θα γίνη ο μεγάλος χαλασμός, θα κολυμπήση στο αίμα δαμάλι πενταΐτικο. Από δώ λίγοι θα πάνε ως εκεί, γιατί ο πόλεμος θα τελειώση απότομα. Την Πόλη θα την κυριέψουν άλλοι και θα τη δώσουν στον εξαδάχτυλο Κωνσταντίνο. Μετά από τον χαλασμό, αδέρφια μου, όσοι θα ζήσουν θα τρώνε με ασημένια κουτάλια. Όταν χάνεται κανένας να μην φοράτε μαύρα γιατί ο Θεός δεν θέλει να είμαστε σαν τα κοράκια. Εις το τέλος της διδασκαλίας του ρώτησε : - Ποιος θέλει να πεθάνει αύριο πρωί να πάη στον Παράδεισο; - Εγώ (αποκρίθηκε κάποιος από τους συγκεντρωθέντας) –Με την ευχή μου, του λέει ο Άγιος. Την επόμενη μέρα πέθανε πράγματι ο άνθρωπος εκείνος. Παρόμοιον θαύμα λένε, ότι έγινε και στο χωριό Ράμια Άρτης. Το πλήθος πριν την αναχώρηση του φίλησε το χέρι κι αυτός έδιδε σε όλους, χωρίς να έχη τίποτε πάνω στο γαϊδουράκη του, από ένα δώρο ανάλογο της ηλικίας των. Στους γέρους και τις γριές κομπολόγια, στις νέες ζωνάρια και στους νέους άσπρα μαντηλάκια. Η μακαρίτισσα η γιαγιά μου Αικατερίνη Γ. Γεωργουλά, από την οποίαν άκουσα τα ως άνω, μου έλεγε ότι ενεθυμείτο την ζώνην την οποίαν ο «Άγιος» είχε δώσει στη προγιαγιά μου. Το Βράδυ ο «Άγιος» διανυκτέρευσε εις τον συνοικισμόν «Στέρα» της Πλατανούσσης, στην οικογένεια των Αναγνωσταίων

Κατά την τελευταίαν του περιοδείαν, πέρασε και έμεινε δυό ημέρες στην Πλατανούσσα. Εστάθμευσεν και εδίδαξεν εις τον Άγιον Δημήτριον Πλανούσσης. Κατά την παράδοσιν εδίδααξεν εκεί, περίπου τα ακόλουθα : - « Αδέρφια μου θα δεθή ο κόσμος μ’ ένα σύρμα. Θα πετάξουν άνθρωποι στον αέρα. Θα γίνουν πάλι κι αλλού Σόδομα και Γόμορα. Θα φάη αδερφός τον αδερφό και τα παιδιά τη μάνα. Θα περπατήσουν οι άνθρωποι με ξυλοτσάρουχα. Τότε θα έρθη και το τέλος μας. Αν πιαστούν από τα κεφάλια εσείς εδώ να μην φοβηθήτε καθόλου. Αν πιαστούν όμως από τα πόδια, τότε σ’ όσον τόπο βλέπεται, θα σωθούν μόνον δυό που θ’ ανεβούν στις «Σκούλες». (Τοποθεσία της Πλατανούσσης επί του Ξεροβουνίου). Αυτοί για να βρούν άνθρωπο να καλημερίσουν θα περπατήσουν μέρες. Απ’ όπου όμως κι αν πιαστούν εσείς να περπατάτε πάντα προς την Ανατολή. Τότε, που θα πιαστούν, αλοίμονο στα διάβατα, τις μικρομάνες και τις μεγάλες χώρες. Εσάς θα σας σκλαβώσουν άνθρωποι αλλόκοτοι με ένα κέρατο στη μπάλα τους. Γύρω στην Πόλι θα γίνη ο μεγάλος χαλασμός, θα κολυμπήση στο αίμα δαμάλι πενταΐτικο. Από δώ λίγοι θα πάνε ως εκεί, γιατί ο πόλεμος θα τελειώση απότομα. Την Πόλη θα την κυριέψουν άλλοι και θα τη δώσουν στον εξαδάχτυλο Κωνσταντίνο. Μετά από τον χαλασμό, αδέρφια μου, όσοι θα ζήσουν θα τρώνε με ασημένια κουτάλια. Όταν χάνεται κανένας να μην φοράτε μαύρα γιατί ο Θεός δεν θέλει να είμαστε σαν τα κοράκια. Εις το τέλος της διδασκαλίας του ρώτησε : - Ποιος θέλει να πεθάνει αύριο πρωί να πάη στον Παράδεισο; - Εγώ (αποκρίθηκε κάποιος από τους συγκεντρωθέντας) –Με την ευχή μου, του λέει ο Άγιος. Την επόμενη μέρα πέθανε πράγματι ο άνθρωπος εκείνος. Παρόμοιον θαύμα λένε, ότι έγινε και στο χωριό Ράμια Άρτης. Το πλήθος πριν την αναχώρηση του φίλησε το χέρι κι αυτός έδιδε σε όλους, χωρίς να έχη τίποτε πάνω στο γαϊδουράκη του, από ένα δώρο ανάλογο της ηλικίας των. Στους γέρους και τις γριές κομπολόγια, στις νέες ζωνάρια και στους νέους άσπρα μαντηλάκια. Η μακαρίτισσα η γιαγιά μου Αικατερίνη Γ. Γεωργουλά, από την οποίαν άκουσα τα ως άνω, μου έλεγε ότι ενεθυμείτο την ζώνην την οποίαν ο «Άγιος» είχε δώσει στη προγιαγιά μου. Το Βράδυ ο «Άγιος» διανυκτέρευσε εις τον συνοικισμόν «Στέρα» της Πλατανούσσης, στην οικογένεια των Αναγνωσταίων
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Κατά την τελευταίαν του περιοδείαν, πέρασε και έμεινε δυό ημέρες στην Πλατανούσσα. Εστάθμευσεν και εδίδαξεν εις τον Άγιον Δημήτριον Πλανούσσης. Κατά την παράδοσιν εδίδααξεν εκεί, περίπου τα ακόλουθα : - « Αδέρφια μου θα δεθή ο κόσμος μ’ ένα σύρμα. Θα πετάξουν άνθρωποι στον αέρα. Θα γίνουν πάλι κι αλλού Σόδομα και Γόμορα. Θα φάη αδερφός τον αδερφό και τα παιδιά τη μάνα. Θα περπατήσουν οι άνθρωποι με ξυλοτσάρουχα. Τότε θα έρθη και το τέλος μας. Αν πιαστούν από τα κεφάλια εσείς εδώ να μην φοβηθήτε καθόλου. Αν πιαστούν όμως από τα πόδια, τότε σ’ όσον τόπο βλέπεται, θα σωθούν μόνον δυό που θ’ ανεβούν στις «Σκούλες». (Τοποθεσία της Πλατανούσσης επί του Ξεροβουνίου). Αυτοί για να βρούν άνθρωπο να καλημερίσουν θα περπατήσουν μέρες. Απ’ όπου όμως κι αν πιαστούν εσείς να περπατάτε πάντα προς την Ανατολή. Τότε, που θα πιαστούν, αλοίμονο στα διάβατα, τις μικρομάνες και τις μεγάλες χώρες. Εσάς θα σας σκλαβώσουν άνθρωποι αλλόκοτοι με ένα κέρατο στη μπάλα τους. Γύρω στην Πόλι θα γίνη ο μεγάλος χαλασμός, θα κολυμπήση στο αίμα δαμάλι πενταΐτικο. Από δώ λίγοι θα πάνε ως εκεί, γιατί ο πόλεμος θα τελειώση απότομα. Την Πόλη θα την κυριέψουν άλλοι και θα τη δώσουν στον εξαδάχτυλο Κωνσταντίνο. Μετά από τον χαλασμό, αδέρφια μου, όσοι θα ζήσουν θα τρώνε με ασημένια κουτάλια. Όταν χάνεται κανένας να μην φοράτε μαύρα γιατί ο Θεός δεν θέλει να είμαστε σαν τα κοράκια. Εις το τέλος της διδασκαλίας του ρώτησε : - Ποιος θέλει να πεθάνει αύριο πρωί να πάη στον Παράδεισο; - Εγώ (αποκρίθηκε κάποιος από τους συγκεντρωθέντας) –Με την ευχή μου, του λέει ο Άγιος. Την επόμενη μέρα πέθανε πράγματι ο άνθρωπος εκείνος. Παρόμοιον θαύμα λένε, ότι έγινε και στο χωριό Ράμια Άρτης. Το πλήθος πριν την αναχώρηση του φίλησε το χέρι κι αυτός έδιδε σε όλους, χωρίς να έχη τίποτε πάνω στο γαϊδουράκη του, από ένα δώρο ανάλογο της ηλικίας των. Στους γέρους και τις γριές κομπολόγια, στις νέες ζωνάρια και στους νέους άσπρα μαντηλάκια. Η μακαρίτισσα η γιαγιά μου Αικατερίνη Γ. Γεωργουλά, από την οποίαν άκουσα τα ως άνω, μου έλεγε ότι ενεθυμείτο την ζώνην την οποίαν ο «Άγιος» είχε δώσει στη προγιαγιά μου. Το Βράδυ ο «Άγιος» διανυκτέρευσε εις τον συνοικισμόν «Στέρα» της Πλατανούσσης, στην οικογένεια των Αναγνωσταίων

Γεωργούλας, Σωκράτης Δ.
Γεωργούλας, Σωκράτης Δ. (EL)

Παραδόσεις

Πρέβεζα, Πάργα, Καρυδέα


1966




Λ. Α. αρ. 3007, σελ. 76 – 77, Σωκ. Δ. Γεωργούλα, Κορυδέα επαρχίας Πάργας Πρεβέζης, 1966

Text

Greek

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el

http://hdl.handle.net/20.500.11853/292712



*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)