Ο Μέγας Κωσταντίνος ήτονε λουβιάρης κι ότι γιατρικά γκιάν ήκανε δεν εμπόριενε να γιάνη. Μιαν κοπανιά του ’πανε οι γιατροί να βρη σαράντα κοπέλια να τα σφάξη, να λουστή και με το αίμα ντους . Οι μανάδες των κοπελιώ επήγανε απόξω από το παλάτι ντου κι εκλαίγανε κι εφωνιάζανε να λυπηθή τα παιδιά ντους. Ο Κωσταντίνος ήκουσε τσι φωνές κι ερώτηξε ίντα τρέχει; ποιος είναι απού φωνιάζει; Και του λένε: Είναι οι μανάδες των κοπελιώ που δα σφάξωμε. - Να μην τα σφάξετε! Παρά να χαθούνε σαράντα, ας χαθώ εγώ. Κι αφήνει τα κοπέλια και μισεύγουνε. Ως εκειονά τον καιρό ο Κωσταντίνος ήτονε ειδωλολάτρης κι εκυνήγανε τσι χριστιανούς και πολλοί εχώνουντανέ να μην τζι βρη. Μα σαν είδε δα ο θεός πως εφέρθηκε καλά στα παιδιά και δεν τάσφαξε τον ελυπήθηκε και πέμπει έναν άγγελο στο όνειρο ντου και του λέει: «Ο Πατριάρχης ο Σίλβεστρος, που κυνηγάς, χώνεται στον τάδε σπήλιο, μόνο να πας να τόνε βρης κι αυτός δα σου πη ίντα δα κάνης». Την ίδια βραδιά επήγεν ο άγγελος και στον πατριάρχη το Σίλβεστρο και του ’πε πως δα πάνε στρατιώτες του Κωσταντίνου να τόνε γυρεύγουνε, μόνο να μη χωστή. Σηκώνεται κιόλας την ταχινή ο Κωσταντίνος και καλεί τσι στρατιώτες του και τώσε λέει: «Στον τάδε σπηλιό χώνεται ο Σίλβεστρος ο πατριάρχης, μόνο να πάτε να μου τόνε φέρετε. Πάνε οι στρατιώτες κι εφωνιάζανε: «Σίλβεστρε, Σίλβεστρε!». Ακούει τσις αυτός και παρουσιάζεται. Λέσιν του αυτοί: - Ήπεψε μας ο Κωσταντίνος να σε πάρωμε να σε πάμε στο παλάτι ντου. Εκλούθαν ντους ο Σίλβεστρος και πάνε στο παλάτι. Ο Κωσταντίνος του λέει: «Είδα όνειρο πως εσύ δα με γιατρέψης». – «Ναι! μπορεί να σε γιατρέψω, μα δα κάνης μιαν εβδομάδα ελεημοσύνη. Να καλέσης τσι φτωχούς του τόπου και να τώσε μοιράζης ρούχα, φαγιά, λεφτά, για να σε γιατρέψω». Κάνει το κιόλας ετσά ο Κωσταντίνος. Εκάλεσε τσι φτωχούς του τόπου και τους εμοίρασε ότι μπόριενε. Στην εβδομάδα απάνω πάει ο Σίλβεστρος και τόνε βαφτίζει και πομένει η λέπρα στην κολυμπήθρα και καθαρίζει το σώμα του. Ετσά γίνηκεν ο Κωσταντίνος χριστιανός

Ο Μέγας Κωσταντίνος ήτονε λουβιάρης κι ότι γιατρικά γκιάν ήκανε δεν εμπόριενε να γιάνη. Μιαν κοπανιά του ’πανε οι γιατροί να βρη σαράντα κοπέλια να τα σφάξη, να λουστή και με το αίμα ντους . Οι μανάδες των κοπελιώ επήγανε απόξω από το παλάτι ντου κι εκλαίγανε κι εφωνιάζανε να λυπηθή τα παιδιά ντους. Ο Κωσταντίνος ήκουσε τσι φωνές κι ερώτηξε ίντα τρέχει; ποιος είναι απού φωνιάζει; Και του λένε: Είναι οι μανάδες των κοπελιώ που δα σφάξωμε. - Να μην τα σφάξετε! Παρά να χαθούνε σαράντα, ας χαθώ εγώ. Κι αφήνει τα κοπέλια και μισεύγουνε. Ως εκειονά τον καιρό ο Κωσταντίνος ήτονε ειδωλολάτρης κι εκυνήγανε τσι χριστιανούς και πολλοί εχώνουντανέ να μην τζι βρη. Μα σαν είδε δα ο θεός πως εφέρθηκε καλά στα παιδιά και δεν τάσφαξε τον ελυπήθηκε και πέμπει έναν άγγελο στο όνειρο ντου και του λέει: «Ο Πατριάρχης ο Σίλβεστρος, που κυνηγάς, χώνεται στον τάδε σπήλιο, μόνο να πας να τόνε βρης κι αυτός δα σου πη ίντα δα κάνης». Την ίδια βραδιά επήγεν ο άγγελος και στον πατριάρχη το Σίλβεστρο και του ’πε πως δα πάνε στρατιώτες του Κωσταντίνου να τόνε γυρεύγουνε, μόνο να μη χωστή. Σηκώνεται κιόλας την ταχινή ο Κωσταντίνος και καλεί τσι στρατιώτες του και τώσε λέει: «Στον τάδε σπηλιό χώνεται ο Σίλβεστρος ο πατριάρχης, μόνο να πάτε να μου τόνε φέρετε. Πάνε οι στρατιώτες κι εφωνιάζανε: «Σίλβεστρε, Σίλβεστρε!». Ακούει τσις αυτός και παρουσιάζεται. Λέσιν του αυτοί: - Ήπεψε μας ο Κωσταντίνος να σε πάρωμε να σε πάμε στο παλάτι ντου. Εκλούθαν ντους ο Σίλβεστρος και πάνε στο παλάτι. Ο Κωσταντίνος του λέει: «Είδα όνειρο πως εσύ δα με γιατρέψης». – «Ναι! μπορεί να σε γιατρέψω, μα δα κάνης μιαν εβδομάδα ελεημοσύνη. Να καλέσης τσι φτωχούς του τόπου και να τώσε μοιράζης ρούχα, φαγιά, λεφτά, για να σε γιατρέψω». Κάνει το κιόλας ετσά ο Κωσταντίνος. Εκάλεσε τσι φτωχούς του τόπου και τους εμοίρασε ότι μπόριενε. Στην εβδομάδα απάνω πάει ο Σίλβεστρος και τόνε βαφτίζει και πομένει η λέπρα στην κολυμπήθρα και καθαρίζει το σώμα του. Ετσά γίνηκεν ο Κωσταντίνος χριστιανός
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Ο Μέγας Κωσταντίνος ήτονε λουβιάρης κι ότι γιατρικά γκιάν ήκανε δεν εμπόριενε να γιάνη. Μιαν κοπανιά του ’πανε οι γιατροί να βρη σαράντα κοπέλια να τα σφάξη, να λουστή και με το αίμα ντους . Οι μανάδες των κοπελιώ επήγανε απόξω από το παλάτι ντου κι εκλαίγανε κι εφωνιάζανε να λυπηθή τα παιδιά ντους. Ο Κωσταντίνος ήκουσε τσι φωνές κι ερώτηξε ίντα τρέχει; ποιος είναι απού φωνιάζει; Και του λένε: Είναι οι μανάδες των κοπελιώ που δα σφάξωμε. - Να μην τα σφάξετε! Παρά να χαθούνε σαράντα, ας χαθώ εγώ. Κι αφήνει τα κοπέλια και μισεύγουνε. Ως εκειονά τον καιρό ο Κωσταντίνος ήτονε ειδωλολάτρης κι εκυνήγανε τσι χριστιανούς και πολλοί εχώνουντανέ να μην τζι βρη. Μα σαν είδε δα ο θεός πως εφέρθηκε καλά στα παιδιά και δεν τάσφαξε τον ελυπήθηκε και πέμπει έναν άγγελο στο όνειρο ντου και του λέει: «Ο Πατριάρχης ο Σίλβεστρος, που κυνηγάς, χώνεται στον τάδε σπήλιο, μόνο να πας να τόνε βρης κι αυτός δα σου πη ίντα δα κάνης». Την ίδια βραδιά επήγεν ο άγγελος και στον πατριάρχη το Σίλβεστρο και του ’πε πως δα πάνε στρατιώτες του Κωσταντίνου να τόνε γυρεύγουνε, μόνο να μη χωστή. Σηκώνεται κιόλας την ταχινή ο Κωσταντίνος και καλεί τσι στρατιώτες του και τώσε λέει: «Στον τάδε σπηλιό χώνεται ο Σίλβεστρος ο πατριάρχης, μόνο να πάτε να μου τόνε φέρετε. Πάνε οι στρατιώτες κι εφωνιάζανε: «Σίλβεστρε, Σίλβεστρε!». Ακούει τσις αυτός και παρουσιάζεται. Λέσιν του αυτοί: - Ήπεψε μας ο Κωσταντίνος να σε πάρωμε να σε πάμε στο παλάτι ντου. Εκλούθαν ντους ο Σίλβεστρος και πάνε στο παλάτι. Ο Κωσταντίνος του λέει: «Είδα όνειρο πως εσύ δα με γιατρέψης». – «Ναι! μπορεί να σε γιατρέψω, μα δα κάνης μιαν εβδομάδα ελεημοσύνη. Να καλέσης τσι φτωχούς του τόπου και να τώσε μοιράζης ρούχα, φαγιά, λεφτά, για να σε γιατρέψω». Κάνει το κιόλας ετσά ο Κωσταντίνος. Εκάλεσε τσι φτωχούς του τόπου και τους εμοίρασε ότι μπόριενε. Στην εβδομάδα απάνω πάει ο Σίλβεστρος και τόνε βαφτίζει και πομένει η λέπρα στην κολυμπήθρα και καθαρίζει το σώμα του. Ετσά γίνηκεν ο Κωσταντίνος χριστιανός

Λιουδάκη, Μαρία
Λιουδάκη, Μαρία (EL)

Παραδόσεις

Κρήτη, Μεραμβέλλο, Λατσίδα


1938




Αρ. 1162 Γ, σελ. 84 – 87, Μ. Λιουδάκη, Μεραμβέλλο, Λάτσιδα, 1938

Text

Greek

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el

http://hdl.handle.net/20.500.11853/292754



*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)