Η Οσία Μαρία ήταν μια πόρνη. Εις τον Άγιον τάφο επήγαινανε πολλοί προσκυνητάδες. Αυτή λέει του καπινάνιου : – Θα έρθω κι εγώ, δεν έχω να σε πλερώσω, αλλά σου δίνω το κορμί μου. Την πήρε λοιπόν κι πήγαινε κι εκεί που έφτασε, πάλι έκανε εμπόριο του κορμιού της. Την ώρα με το Άγιο Φως, εμπήκε κι αυτή στον Άγιο Τάφο, αλλά δεν μπορούσε να βγή, Ούθεν πήαινε, ήταν όλο τοίχος. Τότες εκατάλαβε όπου είναι αμαρτωλή. Άρχισε να δέεται. Θεέ μου, Χριστέ μου, να βρω την πόρτα να βγω – έρριξε και τα μαλλιά της πίσω και δε θα πράξω τίποτε. Άνοιξε η πόρτα και βγήκε. Από τότε πήρε δυό ψωμιά κι έβηκε (= έβη, έφυγε, εβγήκε) και πήε στην Έρημο και ασκήτευέ πολλα χρόνια. Εκεί βγαίνουνε παπάδες τη Μ. Σαρακοστή μην εύρουνε ασκητές ναν τσου μεταλάβουνε. Αυτή ήτανε γυμνή. Είδε από μακριά τον παπά, που ερχότανε. Φώναζει. «Άγιε του Θεού, άφησε το ξωφόρι σου ευτού να το βάλω και να σε πλησιάσω, γιατί είμαι γυμνή. Το άφησε ο παπάς και τραβήχτηκε, κείνη το φόρεσε και πήγε κοντά του, την ξεμολόγησε και τη μετάλαβε. Έφυγε ο παπάς. Την ίδια μέρα έκατσε κι έγραψε η Θεία Μαρία όλο το περιστατικό του (Αγ. Τάφου) το έτος και την ημέρα και … ποθαίνω. Τον άλλο χρόνο, ο ίδιος παπάς πήγε στην έρημο για να ‘βρή κανένανε να μεταλάβη και περνώντας από κεί την ηύρηκε αποθαμένη. Και ήτανε σαν να πέθανε εκείνη την ημέρα. Έτσι την ηύρηκε. Τη διάβασε πρώτα, κι ύστερα λέει : - Θεέ μου, πώς μα ταφιάσω το λείψανο; Κάνει κάτω έτσι και βλέπει ένα λεοντάρι που εσγάρλιζε το χώμα. Έπιασε ο παπάς από το ‘να μέρος και το λεοντάρι από τ’ άλλο και την ενταφιάσανε

Η Οσία Μαρία ήταν μια πόρνη. Εις τον Άγιον τάφο επήγαινανε πολλοί προσκυνητάδες. Αυτή λέει του καπινάνιου : – Θα έρθω κι εγώ, δεν έχω να σε πλερώσω, αλλά σου δίνω το κορμί μου. Την πήρε λοιπόν κι πήγαινε κι εκεί που έφτασε, πάλι έκανε εμπόριο του κορμιού της. Την ώρα με το Άγιο Φως, εμπήκε κι αυτή στον Άγιο Τάφο, αλλά δεν μπορούσε να βγή, Ούθεν πήαινε, ήταν όλο τοίχος. Τότες εκατάλαβε όπου είναι αμαρτωλή. Άρχισε να δέεται. Θεέ μου, Χριστέ μου, να βρω την πόρτα να βγω – έρριξε και τα μαλλιά της πίσω και δε θα πράξω τίποτε. Άνοιξε η πόρτα και βγήκε. Από τότε πήρε δυό ψωμιά κι έβηκε (= έβη, έφυγε, εβγήκε) και πήε στην Έρημο και ασκήτευέ πολλα χρόνια. Εκεί βγαίνουνε παπάδες τη Μ. Σαρακοστή μην εύρουνε ασκητές ναν τσου μεταλάβουνε. Αυτή ήτανε γυμνή. Είδε από μακριά τον παπά, που ερχότανε. Φώναζει. «Άγιε του Θεού, άφησε το ξωφόρι σου ευτού να το βάλω και να σε πλησιάσω, γιατί είμαι γυμνή. Το άφησε ο παπάς και τραβήχτηκε, κείνη το φόρεσε και πήγε κοντά του, την ξεμολόγησε και τη μετάλαβε. Έφυγε ο παπάς. Την ίδια μέρα έκατσε κι έγραψε η Θεία Μαρία όλο το περιστατικό του (Αγ. Τάφου) το έτος και την ημέρα και … ποθαίνω. Τον άλλο χρόνο, ο ίδιος παπάς πήγε στην έρημο για να ‘βρή κανένανε να μεταλάβη και περνώντας από κεί την ηύρηκε αποθαμένη. Και ήτανε σαν να πέθανε εκείνη την ημέρα. Έτσι την ηύρηκε. Τη διάβασε πρώτα, κι ύστερα λέει : - Θεέ μου, πώς μα ταφιάσω το λείψανο; Κάνει κάτω έτσι και βλέπει ένα λεοντάρι που εσγάρλιζε το χώμα. Έπιασε ο παπάς από το ‘να μέρος και το λεοντάρι από τ’ άλλο και την ενταφιάσανε
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Η Οσία Μαρία ήταν μια πόρνη. Εις τον Άγιον τάφο επήγαινανε πολλοί προσκυνητάδες. Αυτή λέει του καπινάνιου : – Θα έρθω κι εγώ, δεν έχω να σε πλερώσω, αλλά σου δίνω το κορμί μου. Την πήρε λοιπόν κι πήγαινε κι εκεί που έφτασε, πάλι έκανε εμπόριο του κορμιού της. Την ώρα με το Άγιο Φως, εμπήκε κι αυτή στον Άγιο Τάφο, αλλά δεν μπορούσε να βγή, Ούθεν πήαινε, ήταν όλο τοίχος. Τότες εκατάλαβε όπου είναι αμαρτωλή. Άρχισε να δέεται. Θεέ μου, Χριστέ μου, να βρω την πόρτα να βγω – έρριξε και τα μαλλιά της πίσω και δε θα πράξω τίποτε. Άνοιξε η πόρτα και βγήκε. Από τότε πήρε δυό ψωμιά κι έβηκε (= έβη, έφυγε, εβγήκε) και πήε στην Έρημο και ασκήτευέ πολλα χρόνια. Εκεί βγαίνουνε παπάδες τη Μ. Σαρακοστή μην εύρουνε ασκητές ναν τσου μεταλάβουνε. Αυτή ήτανε γυμνή. Είδε από μακριά τον παπά, που ερχότανε. Φώναζει. «Άγιε του Θεού, άφησε το ξωφόρι σου ευτού να το βάλω και να σε πλησιάσω, γιατί είμαι γυμνή. Το άφησε ο παπάς και τραβήχτηκε, κείνη το φόρεσε και πήγε κοντά του, την ξεμολόγησε και τη μετάλαβε. Έφυγε ο παπάς. Την ίδια μέρα έκατσε κι έγραψε η Θεία Μαρία όλο το περιστατικό του (Αγ. Τάφου) το έτος και την ημέρα και … ποθαίνω. Τον άλλο χρόνο, ο ίδιος παπάς πήγε στην έρημο για να ‘βρή κανένανε να μεταλάβη και περνώντας από κεί την ηύρηκε αποθαμένη. Και ήτανε σαν να πέθανε εκείνη την ημέρα. Έτσι την ηύρηκε. Τη διάβασε πρώτα, κι ύστερα λέει : - Θεέ μου, πώς μα ταφιάσω το λείψανο; Κάνει κάτω έτσι και βλέπει ένα λεοντάρι που εσγάρλιζε το χώμα. Έπιασε ο παπάς από το ‘να μέρος και το λεοντάρι από τ’ άλλο και την ενταφιάσανε

Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (EL)

Παραδόσεις

Κέρκυρα, Οθωνοί


1960




Λ. Α. αρ. 2344, σελ. 465 – 466, Δ. Λουκάτου, νήσις Οθωνοί Κερκύρας, 1960

Text

Greek




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)