Ο ταξιδιώτης που ανεβαίνει τον άσπρο δρόμο προς την βάβλα θ’ αντικρύση στ’ αριστερά του, κάτω μακρυά, μερικά κάτασπρα στίγματα σαν πρόβατα σε μακρινά λιβάδια. Σαν όμως κάνη τον κόπο να κατέβη ως εκεί, θα δή ότι τα μακρινά πρόβατα είναι μικρά μικρά σπίτια, κατάλευκα και μισοερειπωμένα. Η ερημιά γύρω τα τυλίγει με την πένθιμη σιγή της, ώστε όλα εκεί, δένδρα, σπίτια, φαίνονται σαν νεκρά. Στα παλιά τα χρόνια, τον καιρόν της Τουρκοκρατίας, εδώ υπήρχαν περισσότερα σπίτια, ένα ολόκληρο χωριό, η Παρσάτα, με αρκετούς κατοίκους, Έλληνες και Τούρκους. Εργάτικοι όπως ήταν, έκαμαν δρόμους, εκαλλιέργησαν τους αγρούς και οι Χριστιανοί έχτισαν μια ωραία βυζαντινή εκκλησούλα, αφιερωμένη στην «Αγία Μαρίνα». Δίπλα στην εκκλησία έχτισαν και ένα μύλο για ελιές και τον αφιέρωσαν κι αυτόν στη χάρη της. Το εισόδημα που έπαιρναν από το μύλο το μοίραζαν στους φτωχούς του χωριού. Έτσι όλοι ζούσαν αγαπημένοι και ευτυχισμένοι. Η ευτυχία τους όμως αυτή δεν κράτησε και πολύ. Ένας Τούρκος Αγάς, σκληρός και άκαρδος, πήγε κι εγκαταστάθη εκεί με αρκετούς δούλους. Από τότε άρχισαν τα βάσανα των φτωχών ραγιάδων. Τους έπαιρνε τα κτήματα, τα σπίτια, χωρίς καμία πληρωμή. Όποιος αντισκεκόταν, το πλήρωνε με το κεφάλι του. Στο τέλος απεφάσισε να κάμη το δικό του μύλο για να συναγωνιστή τους Χριστιανούς και να κόψη το ψωμί των φτωχών. Κάλεσε τους καλύτερους τεχνίτες κι άρχισαν να κτίζουν τον μύλο. Δεν πέρασε πολύς καιρός και ήταν έτοιμος. Την άλλη μέρα θ’ άρχιζε δουλειά. Ήταν βράδυ σαν γύριζε από τα χωράφια ο αγάς. Επιθεώρησε τον μύλο, ήταν γεμάτος από άγρια χαρά, πήγε να κοιμηθή για να είναι την άλλη μέρα ξεκούραστος στη δουλειά. Όλα κοιμούνταν στο χωριό … Όλα ήσυχα, όλα βουβά … Μόνο το χλωμο φεγγάρι ταξίδευε στα ουρανια ύψη, δίνοντας σ’ όλα, σπίτια, δένδρα, νερά ένα απάλό χρυσό χρώμα. Ξάφνου, κάτι σαν αστραπή φώτισε γύρω την πλάση, και μέσα σ’ αυτή την ουράνια λάμψη μια θεία γυναίκα, ντυμένη στα χρυσά, περπατούσε αργά αργά προς το σπίτι του αγά. Μπήκε στο μύλο μέσα όπου κοιμόταν ο Τούρκος για να τον φυλάει. Έβγαλε ένα χρυσό στιλλέτο, επλησίασε προς τις μυλόπετρες και τις έκοψε στα δυό. Ο Αγάς έντρομος σηκώθηκε. Είδε τα’ άγρια όνειρα του να σβήνωνται, αλλά δεν κατώρθωσε από τον φόβον του να ούτε μια λέξη ν’ αρθρώση. Μόνο παρακολουθούσε με ολάνοικτα από το φόβο μάτια την θεία αυτή γυναίκα, ως ότου χάθηκε στο σκοτάδι της νύχτας. Τότε μόνον κατώρθωσε να φωνάξη τους δούλους να ετοιμάσουν τα πράγματα για να φύγουν μια ώρα νωρίτερα από εκείνο το χωριό της «Αγίας Μαρίνας». Κατά την αυγή, το τελευταίο αστέρι είδε από τα ύψη που βρισκόταν ταπεινό και σκυθρωπό τον σκληρό Τούρκο ν’ αφήνη πίσω του τα σπίτια του χωριού και να φεύγη για την πατρίδα του. Οι πρώτες χρυσές αχτίνες του ήλιου βρήκαν τους Χριστιανούς ελεύθερους να δοξολογούν την Αγία Μαρίνα για το θαύμα της
This item is provided by the institution :
Academy of Athens
Repository :
Archives of Proverbs and Popular Legends of the Hellenic Folklore Research Centre, Academy of Athens