Ο πατέρας της ήτο ειδολολάτρης. Ήτο λεπτουργός και έκαμνεν είδωλα. Η μητέρα τςη απέθανεν ότε αυτή ήτο 5 χρονών. Από μια γυναίκα, σαν παραμάνα της έμαθε για το Χριστό κια πίστευσε Σ' αυτόν. Όταν μεγάλωσε, ο πατέρας της την πήρε σ' ένα πανηγύρι για να πωλήση τα αγαλματά του (ειδώλα) τα είχε σ' ένα σπίτι. Εκεί άφηκε την Μαρίναν να τα προσέχη. Αυτός επήγε να βρή αγοραστάς έξω στην αυλήν. Εν τω μεταξύ η Μαρίνα παίρνει τον γλύπτην και το σφυρί και βγάζει τα μάτια των αγαλμάτων εκτός ενός. Παίρνει τον γλύπτην και το σφυρί και τα βάζει στα χέρια του ειδώλου. Σαν έφτασεν ο πατέρας με τους αγοραστάς και βλέπει τα αγάλματα χωρίς μάτια, ερωτά την κόρη του ποιός τα έβγαλε. Εκείνη του δείχνει το είδωλο πούχε στα χέρια το γλύπτη και το σφυρί και του λέγει. - “Να εκείνο τα έβγαλε”. Τότε ο πατέρας της λέγει. “Είναι δυνατόν μια πέτρα να βγάζη τα μάτια των άλλων;” Και τότε η Μαρίνα του λέγει. - “Και γιατί πιστεύεις σ' αυτά τα είδωλα;” Ο πατέρας της τότε πάιρνει το γλύπτην και το σφυρί και τα χαλά όλα και πιστεύει στο Χριστό
This item is provided by the institution :
Academy of Athens
Repository :
Archives of Proverbs and Popular Legends of the Hellenic Folklore Research Centre, Academy of Athens