Μια φοράν λοιπόν ένας πλοίαρχος καραβοκαπετάνιος επήγεν εις το Μπόρντο νάου (μεσιτικόν γραφείον) να του προμηθευτή ναύτες αυτός. Και του λέει : Μα δεν έχει τώρα. Βρε νομίζεις λέει πως έχει ναύτες τώρα ας είν’ και διάβολοι. Αμέσως επαρουσιαστήκανε οι διαβόλοι και πήγαν εις το μπόρντο νάου. Είμαι κ’ εγώ, είμαι κ’ εγώ. Φωνάζει ο καπιτάνιος, μεταμορφωμένοι ως άνθρωποι οι διαβόλοι παρουσιάσθησαν, μπαρκάρουν. Ε τώς λέει λοιπόν αυτός. Ετοιμάστε το καράβι να φύγουμε. Αμέσως αστραπιαίως όλα τα ‘χαν εν τάξει. Μα θέλομεν τως λέει να βγάλωμε τ’ αρμπούρα να τα καθαρίσωμεν να τα καθαρίσωμεν κάτω τα παννιά ‘κείνα ‘κεί. Επιβλέπει ο καπετάνιος το καράβι στο λεπτόν τ’ άρμπουρα κάτω καθαρίζουν τα παννιά, μπαλώνουν τα όλα λοιπόν σε πέντε λεπτά έτοιμα. Λέει σαβουρώσετε το καράβι. Αυτομάτως λοιπόν σε δέκα λεπτά σαβουρωμένον το καράβι. Τι πράμμα είναι αυτό, πρωτοφανές. Να φύγωμεν. Απαιτούνται 5 ώρες να σαλπάρουν, τέσσερες. Ύστερα οι αλυσσίδες, απάνω οι άγγυρες. Ισια παννιά. Είχε μόνον ένα μουτσόπουλο, ένα μικρό ναυτάκι που τόχε μέσα. Βγαίνουν εις το πέλαος. Στο δευτερόλεπτο όλα ήταν καμωμένα, να τα κάμουν και αυτομάτως την Παρασκευήν και Τετάρτην κατέβαιναν κάτω στην πλώρη και πέφταν μπρούμυτα. Φουρτούνα ήτουν λέει τω ο καπιτάνιος του μούτσιου. Για δες τι κάνουν οι ναύτες μέσ’ στην πλώρη και δεν βγαίνουν. Είναι μπρούμυτα. Τότες εκατάλαβεν αυτός τι ‘γίνετο και λέει του μικρού ναύτη. Πήγαινε μόλα τις άγγυρες στο γιαλό για να φύγουν από το καράβι. Αυτομάτως οι διάβολοι πετιούνται από την πλώρη προκάνουν εις τον τελευταίο χαλκά. Καλέ Θέε μου, τότες εκατάλαβε. Λέει : Τώρα τι θα γίνω εγώ με τους διαβόλους. Έρχεται λοιπόν εις την ανάγκην και επικαλείται τον Άγιο Νικόλαο, να τον σώση μ’ αυτούς τους διαβόλους που τ’ άμπλεξε. Παρουσιάζεται λοιπόν ο Άϊ Νικόλαος και του λέει : Τώρα θα γίνη μια μεγάλη φουρτούνα πλαστή γιατί την κάνουν οι διαβόλοι αυτοί, που θα τους εξορκίσω να μην φοβηθής. Να! Τους ‘ξορκίζει λοιπόν και βγαίνουν απ’ την πλώρη μια μουσκιά ο καθένας στο γιαλό μπρούμυτα. Γίνεται μια τρικυμία, του λέει, μη φοβάσαι, ο Άγιος Νικόλαος, αλλ’ άλλη φορά να μη ζητάς. Πάρε ναύτες ας είν’ και διαβόλοι, και τον έσωσε ο Άγιος Νικόλας, του έκανε καιρό καλό και πήε με το παιδί και άραξε το καράβι και απαλλάχτηκε απ’ τους διαβόλους αυτούς τους ναύτες.

Μια φοράν λοιπόν ένας πλοίαρχος καραβοκαπετάνιος επήγεν εις το Μπόρντο νάου (μεσιτικόν γραφείον) να του προμηθευτή ναύτες αυτός. Και του λέει : Μα δεν έχει τώρα. Βρε νομίζεις λέει πως έχει ναύτες τώρα ας είν’ και διάβολοι. Αμέσως επαρουσιαστήκανε οι διαβόλοι και πήγαν εις το μπόρντο νάου. Είμαι κ’ εγώ, είμαι κ’ εγώ. Φωνάζει ο καπιτάνιος, μεταμορφωμένοι ως άνθρωποι οι διαβόλοι παρουσιάσθησαν, μπαρκάρουν. Ε τώς λέει λοιπόν αυτός. Ετοιμάστε το καράβι να φύγουμε. Αμέσως αστραπιαίως όλα τα ‘χαν εν τάξει. Μα θέλομεν τως λέει να βγάλωμε τ’ αρμπούρα να τα καθαρίσωμεν να τα καθαρίσωμεν κάτω τα παννιά ‘κείνα ‘κεί. Επιβλέπει ο καπετάνιος το καράβι στο λεπτόν τ’ άρμπουρα κάτω καθαρίζουν τα παννιά, μπαλώνουν τα όλα λοιπόν σε πέντε λεπτά έτοιμα. Λέει σαβουρώσετε το καράβι. Αυτομάτως λοιπόν σε δέκα λεπτά σαβουρωμένον το καράβι. Τι πράμμα είναι αυτό, πρωτοφανές. Να φύγωμεν. Απαιτούνται 5 ώρες να σαλπάρουν, τέσσερες. Ύστερα οι αλυσσίδες, απάνω οι άγγυρες. Ισια παννιά. Είχε μόνον ένα μουτσόπουλο, ένα μικρό ναυτάκι που τόχε μέσα. Βγαίνουν εις το πέλαος. Στο δευτερόλεπτο όλα ήταν καμωμένα, να τα κάμουν και αυτομάτως την Παρασκευήν και Τετάρτην κατέβαιναν κάτω στην πλώρη και πέφταν μπρούμυτα. Φουρτούνα ήτουν λέει τω ο καπιτάνιος του μούτσιου. Για δες τι κάνουν οι ναύτες μέσ’ στην πλώρη και δεν βγαίνουν. Είναι μπρούμυτα. Τότες εκατάλαβεν αυτός τι ‘γίνετο και λέει του μικρού ναύτη. Πήγαινε μόλα τις άγγυρες στο γιαλό για να φύγουν από το καράβι. Αυτομάτως οι διάβολοι πετιούνται από την πλώρη προκάνουν εις τον τελευταίο χαλκά. Καλέ Θέε μου, τότες εκατάλαβε. Λέει : Τώρα τι θα γίνω εγώ με τους διαβόλους. Έρχεται λοιπόν εις την ανάγκην και επικαλείται τον Άγιο Νικόλαο, να τον σώση μ’ αυτούς τους διαβόλους που τ’ άμπλεξε. Παρουσιάζεται λοιπόν ο Άϊ Νικόλαος και του λέει : Τώρα θα γίνη μια μεγάλη φουρτούνα πλαστή γιατί την κάνουν οι διαβόλοι αυτοί, που θα τους εξορκίσω να μην φοβηθής. Να! Τους ‘ξορκίζει λοιπόν και βγαίνουν απ’ την πλώρη μια μουσκιά ο καθένας στο γιαλό μπρούμυτα. Γίνεται μια τρικυμία, του λέει, μη φοβάσαι, ο Άγιος Νικόλαος, αλλ’ άλλη φορά να μη ζητάς. Πάρε ναύτες ας είν’ και διαβόλοι, και τον έσωσε ο Άγιος Νικόλας, του έκανε καιρό καλό και πήε με το παιδί και άραξε το καράβι και απαλλάχτηκε απ’ τους διαβόλους αυτούς τους ναύτες.
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Μια φοράν λοιπόν ένας πλοίαρχος καραβοκαπετάνιος επήγεν εις το Μπόρντο νάου (μεσιτικόν γραφείον) να του προμηθευτή ναύτες αυτός. Και του λέει : Μα δεν έχει τώρα. Βρε νομίζεις λέει πως έχει ναύτες τώρα ας είν’ και διάβολοι. Αμέσως επαρουσιαστήκανε οι διαβόλοι και πήγαν εις το μπόρντο νάου. Είμαι κ’ εγώ, είμαι κ’ εγώ. Φωνάζει ο καπιτάνιος, μεταμορφωμένοι ως άνθρωποι οι διαβόλοι παρουσιάσθησαν, μπαρκάρουν. Ε τώς λέει λοιπόν αυτός. Ετοιμάστε το καράβι να φύγουμε. Αμέσως αστραπιαίως όλα τα ‘χαν εν τάξει. Μα θέλομεν τως λέει να βγάλωμε τ’ αρμπούρα να τα καθαρίσωμεν να τα καθαρίσωμεν κάτω τα παννιά ‘κείνα ‘κεί. Επιβλέπει ο καπετάνιος το καράβι στο λεπτόν τ’ άρμπουρα κάτω καθαρίζουν τα παννιά, μπαλώνουν τα όλα λοιπόν σε πέντε λεπτά έτοιμα. Λέει σαβουρώσετε το καράβι. Αυτομάτως λοιπόν σε δέκα λεπτά σαβουρωμένον το καράβι. Τι πράμμα είναι αυτό, πρωτοφανές. Να φύγωμεν. Απαιτούνται 5 ώρες να σαλπάρουν, τέσσερες. Ύστερα οι αλυσσίδες, απάνω οι άγγυρες. Ισια παννιά. Είχε μόνον ένα μουτσόπουλο, ένα μικρό ναυτάκι που τόχε μέσα. Βγαίνουν εις το πέλαος. Στο δευτερόλεπτο όλα ήταν καμωμένα, να τα κάμουν και αυτομάτως την Παρασκευήν και Τετάρτην κατέβαιναν κάτω στην πλώρη και πέφταν μπρούμυτα. Φουρτούνα ήτουν λέει τω ο καπιτάνιος του μούτσιου. Για δες τι κάνουν οι ναύτες μέσ’ στην πλώρη και δεν βγαίνουν. Είναι μπρούμυτα. Τότες εκατάλαβεν αυτός τι ‘γίνετο και λέει του μικρού ναύτη. Πήγαινε μόλα τις άγγυρες στο γιαλό για να φύγουν από το καράβι. Αυτομάτως οι διάβολοι πετιούνται από την πλώρη προκάνουν εις τον τελευταίο χαλκά. Καλέ Θέε μου, τότες εκατάλαβε. Λέει : Τώρα τι θα γίνω εγώ με τους διαβόλους. Έρχεται λοιπόν εις την ανάγκην και επικαλείται τον Άγιο Νικόλαο, να τον σώση μ’ αυτούς τους διαβόλους που τ’ άμπλεξε. Παρουσιάζεται λοιπόν ο Άϊ Νικόλαος και του λέει : Τώρα θα γίνη μια μεγάλη φουρτούνα πλαστή γιατί την κάνουν οι διαβόλοι αυτοί, που θα τους εξορκίσω να μην φοβηθής. Να! Τους ‘ξορκίζει λοιπόν και βγαίνουν απ’ την πλώρη μια μουσκιά ο καθένας στο γιαλό μπρούμυτα. Γίνεται μια τρικυμία, του λέει, μη φοβάσαι, ο Άγιος Νικόλαος, αλλ’ άλλη φορά να μη ζητάς. Πάρε ναύτες ας είν’ και διαβόλοι, και τον έσωσε ο Άγιος Νικόλας, του έκανε καιρό καλό και πήε με το παιδί και άραξε το καράβι και απαλλάχτηκε απ’ τους διαβόλους αυτούς τους ναύτες.

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (EL)

Παραδόσεις

Ικαρία, Ράχες, Αρμενιστής


1962




Λ. Α. αρ. 2449, σελ. 480 – 482, Γεωργ. Σπυριδάκη, Ικαρία, (Αρμενιστής περιοχής Ραχών), 1962

Text

Greek




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)