Προ 60 χρονώ ήτονε στο Πεύκο μια Σοφουλιά κ’ ήβλεπε όλα και ‘ς τα κακόπετρα, ήτονε ο Βεΐζης δραγάτης κ’ μπήε να μετρήση τα οζά τση Σοφουλιάς. Αυτή όντε τον είδε και τση σίμωσε του ‘δωκε μια απολυταρά με τη βοσκόβεργα και τον ήρριξε κάτω ντελόγο. Ύστερα όμως ο Βεΐζης την ήβλεπε όσαμε την ημέρα του Πάσχα και ήλθε από την εκκλησία και ήνοιξε το σπίτι τσης τι εμπήκε μέσα. Είχε την πόρτα ανοιχτή και την ώρα που ήφτε τη φωτιά, μπήκ’ ο Βεΐζης και την ήσφαξε κι αυτή κι’ ένα ασερνικό παιδί που είχε. Επήανε ύστερα οι Τούρκοι κι ο Βεΐζης «Επήρανε τον άντρα τσης από τσοι «κορφές» που ‘βλεπέ τα οζά με τον αδερφό τσης. Τότες ερωτηξανε που ήταν ο άντρας τση σκοτωμένης και αδερφό τσης το ΄κρουψε (γιατί του ‘ρμήνεψε ο κύρις του για να πάρουνε το γαμπρό του να τώνε μείνη το κουράδι) και είπε πως έλειπε και αυτός θα την εσκότωσε. Τοτεσά τον επήρανε και τον επήανε στο Θραψανό και τον εβάλανε σένα σπίτι μέσα και τον εδέσανε με μια αλυσίδα 30 οκάδες και πιστάγκωνα τα χέρια. Αυτός όμως επαρακάλεσε την Παναγία να τόνε ξεμπερδέση ως δεν έφταιγε. Τα μεσάνυχτα που κοιμούντανε όλοι παρουσιαζόνταν μια μαυροφόρα γυναίκα και του λέει : «Κοιμάμαι, σήκω, κι όλες τσοί πόρτες τσ’ ήνοιξα και σου λύσα και τα χέρια σου και ήβγαλα συ και την αλυσίδα να φύγης, να ξεφύγης του κιντύνου και ξυπνά αυτός και ήτονε λευτερωμένος και οι πόρτες ανοικτές. Σηκώνεται και φεύγει και παίρνει και την αλύσιδα και την ήφηκε στα όρη σ’ ένα πρίνο κ’ επήγε κ’ εβαρκαρίστηκε από τη Στεία κ’ επήε στη Κάσσο κ’ ήζησε». (Οζά = εποίμαινε τα ποίμνια, Κακόπετρα = τοπωνύμιον, δραγάτης = αγροφύλαξ, απολυταρά = κτύπημα καταφερόμενον δια απολύσεως ενατίον τινός ράβδου, ντελόγο = αμέσως, την ήβλεπε = εκαιροφυλάκτες, οσαμε = μέχρι, ήφτε = ήναπτε, κορφές = τυπων, πού ΄βλεπε = εποίμεινε, κουράδι = κοπάδι, Στεία = Σητεία, επαρχία).
This item is provided by the institution :
Academy of Athens
Repository :
Archives of Proverbs and Popular Legends of the Hellenic Folklore Research Centre, Academy of Athens