Άκουσ' από τη μάννα μου οτι ο πατέρας της πηγαίνοντας για τους Μελισσουργούς πέρασ' απ΄ αυτή την βρύση και είδε μια γριά φορτωμένη μ' ένα τσουβάλι. Την ερωτάει – Πού πάς; βαβούλα, αυτή την ώρα και τι έχεις φορτωμένο στο σακκί και ζούπ'σε το τσουβάλι με την αγκλίτσα τ' για να δή τι έχει. Η γριά χωρίς να δώση απάντηση πήρε τον κατήφορο και πήγαινε προς το πλάϊ, κεί που δεν ήταν δρόμος. Σε λίγο άκουσ' ένα βρόντο και την έχασ' από τα μάτια του. Κείνος γεμάτος φόβο αντί να πάη προς τους Μελισσουργούς (προς τα βουνά) γύρισε σπίτι του.
This item is provided by the institution :
Academy of Athens
Repository :
Archives of Proverbs and Popular Legends of the Hellenic Folklore Research Centre, Academy of Athens