Οντόν εγίνηκεν η Πρώτη Σύνοδο ήτονε να πάη κι ο άγιος Σπυρίδωνας. Οι άλλοι δεσποτάδες δεν τον εθέλανε ν’ ακλουθά, γιατί ήτονε αγράμματος κι εφοβούντανε να μην πη κιαμιά κουβέντα αταίριαστη να τσι χαντακώση. Μα αυτός δεν επόμενε. Παίρνει το δούλο ντου, ένα γάιδαρο κι ένα μουλάρι. Αργά εβραδιαστήκανε σ’ ένα χωριό κι εξομείνανε. Την ταχινή σκώθηκε ο άγιος Σπυρίδωνας κι επήε στην εκκλησά να λειτρουήση. Οι άλλοι δεσποτάδες ήσανε σκωμένοι πλια μπρος κι εσφάξανε τσι γαϊδάρους του και του πήρανε και τσι ψαλτάδες να μην έχη να του συλλειτρουήσουνε. Μα ο άγιος Σπυρίδωνας την ήκαμε τη λειτρουγιά ντου, εκατεβήκανε άγγελοι και του συλλειτρουήσανε. Σαν ετελείωσε τη λειτρουγιά εσκώθηκε να πηαίνη. Πάει στο στάβλο, έλα και να δης! Σφαμένα τα οζά ντου. Λέει του δούλου ντου: - «Βάλε του γαϊδάρου την κεφαλή στο μουλάρι και του μουλαριού στο γάιδαρο». Κάνει το ο δούλος και ζωντανεύγουν τα οζά. Παίρνει ο άγιος ένα αφτομένο καρβουνάκι και το βάνει στη μέση ντου, καβαλικεύγουνε και μισεύγουνε. Στο δρόμο φτάξανε και τσ’ άλλους δεσποτάδες. Ωστό να τόνε δούνε αυτοί με την κεφαλή του γαϊδάρου στο μουλάρι και του μουλαριού στο γάιδαρο, λένε: «Μωρέ πλια καλός είναι τούτος από μας». Πάνε το βράδυ σ’ έναν έρημον τόπο, ξανοίγουνε ν’ άψουνε φωθιά, δε μπορούνε. Σπίρτα δεν είχανε. Τότεσά τώσε λέει ο άγιος Σπυρίδωνας: «Επαέ στη ζώνη μου κρατώ εγώ έναν καρβουνάκι, μόνο πάρετέ το ν’ άψετε τη φωθιά». Θωρούν τονε και βγάνει από τη ζώνη ντου τ’ αφτομένο κάρβουνο. Από τότεσάς κι οπίσω δεν του ξαναμιλήσανε, γιατί είπανε «Πλια καλός είναι αυτός από μας». Πάνε στη σύνοδο κι είχενε ο Άρειος έναν έλληνα κι εμίλιενε, απού δεν εμπόριενε κιανείς να του δώση απόκριση και λέει του ο άγιος Σπυρίδωνας: «Ανέν τα λες αλήθεια όσα λες ν’ ανοίξη το στόμα σου να τρέχη κι άθρωπος να μην μπορή να σου μιλήση, αλλιώς και τα λες ψόματα να βουβαθής» και βουβαίνεται ντελόγο. Ύστερα τως ήγραψε σ’ ένα χαρτάκι και τους ήλεγε να παρακαλέσουνε να ξαναμιλήση και να γενή κι αυτός ορθόδοξος. Κι ετσά το κάμανε κιόλας. Εμίλησεν ο άθρωπος και γίνηκεν ορθόδοξος. Οντόν εγίνουντονέ πάλι η συζήτηση για την αγία Τριάδα, εκείνος ο ευλοημένος δεν εκάτεχε να μιλήση και πιάνει ένα γαστρί και τώσε λέει: «Εκειονέ το γαστρί δεν είναι ένα; Ξανοίξετε δα πως είναι από τρία πράματα γενομένο» και σφίγγει το γαστρί και πάει κάτω το νερό, απάνω η φωθιά και πομένει και στα χέρια ντου το χώμα. «Ετσά ’ναι κι η – γι - αγία Τριάδα, είναι τρία πρόσωπα μα μια θεότητα.

Οντόν εγίνηκεν η Πρώτη Σύνοδο ήτονε να πάη κι ο άγιος Σπυρίδωνας. Οι άλλοι δεσποτάδες δεν τον εθέλανε ν’ ακλουθά, γιατί ήτονε αγράμματος κι εφοβούντανε να μην πη κιαμιά κουβέντα αταίριαστη να τσι χαντακώση. Μα αυτός δεν επόμενε. Παίρνει το δούλο ντου, ένα γάιδαρο κι ένα μουλάρι. Αργά εβραδιαστήκανε σ’ ένα χωριό κι εξομείνανε. Την ταχινή σκώθηκε ο άγιος Σπυρίδωνας κι επήε στην εκκλησά να λειτρουήση. Οι άλλοι δεσποτάδες ήσανε σκωμένοι πλια μπρος κι εσφάξανε τσι γαϊδάρους του και του πήρανε και τσι ψαλτάδες να μην έχη να του συλλειτρουήσουνε. Μα ο άγιος Σπυρίδωνας την ήκαμε τη λειτρουγιά ντου, εκατεβήκανε άγγελοι και του συλλειτρουήσανε. Σαν ετελείωσε τη λειτρουγιά εσκώθηκε να πηαίνη. Πάει στο στάβλο, έλα και να δης! Σφαμένα τα οζά ντου. Λέει του δούλου ντου: - «Βάλε του γαϊδάρου την κεφαλή στο μουλάρι και του μουλαριού στο γάιδαρο». Κάνει το ο δούλος και ζωντανεύγουν τα οζά. Παίρνει ο άγιος ένα αφτομένο καρβουνάκι και το βάνει στη μέση ντου, καβαλικεύγουνε και μισεύγουνε. Στο δρόμο φτάξανε και τσ’ άλλους δεσποτάδες. Ωστό να τόνε δούνε αυτοί με την κεφαλή του γαϊδάρου στο μουλάρι και του μουλαριού στο γάιδαρο, λένε: «Μωρέ πλια καλός είναι τούτος από μας». Πάνε το βράδυ σ’ έναν έρημον τόπο, ξανοίγουνε ν’ άψουνε φωθιά, δε μπορούνε. Σπίρτα δεν είχανε. Τότεσά τώσε λέει ο άγιος Σπυρίδωνας: «Επαέ στη ζώνη μου κρατώ εγώ έναν καρβουνάκι, μόνο πάρετέ το ν’ άψετε τη φωθιά». Θωρούν τονε και βγάνει από τη ζώνη ντου τ’ αφτομένο κάρβουνο. Από τότεσάς κι οπίσω δεν του ξαναμιλήσανε, γιατί είπανε «Πλια καλός είναι αυτός από μας». Πάνε στη σύνοδο κι είχενε ο Άρειος έναν έλληνα κι εμίλιενε, απού δεν εμπόριενε κιανείς να του δώση απόκριση και λέει του ο άγιος Σπυρίδωνας: «Ανέν τα λες αλήθεια όσα λες ν’ ανοίξη το στόμα σου να τρέχη κι άθρωπος να μην μπορή να σου μιλήση, αλλιώς και τα λες ψόματα να βουβαθής» και βουβαίνεται ντελόγο. Ύστερα τως ήγραψε σ’ ένα χαρτάκι και τους ήλεγε να παρακαλέσουνε να ξαναμιλήση και να γενή κι αυτός ορθόδοξος. Κι ετσά το κάμανε κιόλας. Εμίλησεν ο άθρωπος και γίνηκεν ορθόδοξος. Οντόν εγίνουντονέ πάλι η συζήτηση για την αγία Τριάδα, εκείνος ο ευλοημένος δεν εκάτεχε να μιλήση και πιάνει ένα γαστρί και τώσε λέει: «Εκειονέ το γαστρί δεν είναι ένα; Ξανοίξετε δα πως είναι από τρία πράματα γενομένο» και σφίγγει το γαστρί και πάει κάτω το νερό, απάνω η φωθιά και πομένει και στα χέρια ντου το χώμα. «Ετσά ’ναι κι η – γι - αγία Τριάδα, είναι τρία πρόσωπα μα μια θεότητα.
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Οντόν εγίνηκεν η Πρώτη Σύνοδο ήτονε να πάη κι ο άγιος Σπυρίδωνας. Οι άλλοι δεσποτάδες δεν τον εθέλανε ν’ ακλουθά, γιατί ήτονε αγράμματος κι εφοβούντανε να μην πη κιαμιά κουβέντα αταίριαστη να τσι χαντακώση. Μα αυτός δεν επόμενε. Παίρνει το δούλο ντου, ένα γάιδαρο κι ένα μουλάρι. Αργά εβραδιαστήκανε σ’ ένα χωριό κι εξομείνανε. Την ταχινή σκώθηκε ο άγιος Σπυρίδωνας κι επήε στην εκκλησά να λειτρουήση. Οι άλλοι δεσποτάδες ήσανε σκωμένοι πλια μπρος κι εσφάξανε τσι γαϊδάρους του και του πήρανε και τσι ψαλτάδες να μην έχη να του συλλειτρουήσουνε. Μα ο άγιος Σπυρίδωνας την ήκαμε τη λειτρουγιά ντου, εκατεβήκανε άγγελοι και του συλλειτρουήσανε. Σαν ετελείωσε τη λειτρουγιά εσκώθηκε να πηαίνη. Πάει στο στάβλο, έλα και να δης! Σφαμένα τα οζά ντου. Λέει του δούλου ντου: - «Βάλε του γαϊδάρου την κεφαλή στο μουλάρι και του μουλαριού στο γάιδαρο». Κάνει το ο δούλος και ζωντανεύγουν τα οζά. Παίρνει ο άγιος ένα αφτομένο καρβουνάκι και το βάνει στη μέση ντου, καβαλικεύγουνε και μισεύγουνε. Στο δρόμο φτάξανε και τσ’ άλλους δεσποτάδες. Ωστό να τόνε δούνε αυτοί με την κεφαλή του γαϊδάρου στο μουλάρι και του μουλαριού στο γάιδαρο, λένε: «Μωρέ πλια καλός είναι τούτος από μας». Πάνε το βράδυ σ’ έναν έρημον τόπο, ξανοίγουνε ν’ άψουνε φωθιά, δε μπορούνε. Σπίρτα δεν είχανε. Τότεσά τώσε λέει ο άγιος Σπυρίδωνας: «Επαέ στη ζώνη μου κρατώ εγώ έναν καρβουνάκι, μόνο πάρετέ το ν’ άψετε τη φωθιά». Θωρούν τονε και βγάνει από τη ζώνη ντου τ’ αφτομένο κάρβουνο. Από τότεσάς κι οπίσω δεν του ξαναμιλήσανε, γιατί είπανε «Πλια καλός είναι αυτός από μας». Πάνε στη σύνοδο κι είχενε ο Άρειος έναν έλληνα κι εμίλιενε, απού δεν εμπόριενε κιανείς να του δώση απόκριση και λέει του ο άγιος Σπυρίδωνας: «Ανέν τα λες αλήθεια όσα λες ν’ ανοίξη το στόμα σου να τρέχη κι άθρωπος να μην μπορή να σου μιλήση, αλλιώς και τα λες ψόματα να βουβαθής» και βουβαίνεται ντελόγο. Ύστερα τως ήγραψε σ’ ένα χαρτάκι και τους ήλεγε να παρακαλέσουνε να ξαναμιλήση και να γενή κι αυτός ορθόδοξος. Κι ετσά το κάμανε κιόλας. Εμίλησεν ο άθρωπος και γίνηκεν ορθόδοξος. Οντόν εγίνουντονέ πάλι η συζήτηση για την αγία Τριάδα, εκείνος ο ευλοημένος δεν εκάτεχε να μιλήση και πιάνει ένα γαστρί και τώσε λέει: «Εκειονέ το γαστρί δεν είναι ένα; Ξανοίξετε δα πως είναι από τρία πράματα γενομένο» και σφίγγει το γαστρί και πάει κάτω το νερό, απάνω η φωθιά και πομένει και στα χέρια ντου το χώμα. «Ετσά ’ναι κι η – γι - αγία Τριάδα, είναι τρία πρόσωπα μα μια θεότητα.

Λιουδάκη, Μαρία
Λιουδάκη, Μαρία (EL)

Παραδόσεις

Κρήτη, Μεραμβέλλο, Λατσίδα


1938




Αρ. 1162 Γ, σελ. 97 – 99, Μ. Λιουδάκη, Μεραμβέλλο, Λάτσιδα, 1938

Text

Greek




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)