Αυτός είχε πατέρα παπά. Ήταν από τον Άγιο Κωνσταντίνο στο Ταλάντη. Από μικρό παιδί νηστεύε Τετάρτη κ’ Παρασκευή. Όταν έγινε 9 χρονώ, τόνε χάσανε. Ψάξανε πολύ και τέλος εκεί που λειτουργούσε ο πατέρας του, τον βλέπει μέσα στο ίερο να διαβάζη το Ευαγγέλιο. Του λέει : πατέρα να μην κλάψης, να μη στεναχωρηθής, να μου δώσης την ευκή σου κι έγω θα φύγω. Να μη μ’ αρωτήσετε που θα πάω. Πήγε στο σπίτι του, ώσπου να του φτειάξουν τα ράσα του. Ζήτησε και το μερίδιο όσα λεφτά του άνηκαν κι έφυγε. Φεύγοντας απ’ το χωριό του μόλις έβαλε τα ράσα δεν φαίνοταν πια παιδί, αλλά γέρος γι’ αυτό ωνομάστηκε Άη Γέροντας. Τ’ όνομα του ήταν Δαβίδης. Πήρε ένα ξύλο για να περάση τη θάλασσα ης το ξύλο τον έβγαλε σ’ ένα χωριό, που ύστερα ωνομάστηκε Ροβιές. Εκεί βλόγησε το ξύλο, άνοιξε κι έβαλε τα λεφτά μέσα. Πήγε έπειτα κι εδιάλεξε το μέρος που θα έχτιζε το μοναστήρι. Ήθελε να το χτίση στο ύψος, αλλά οι μαστόροι του ‘παν ότι καλύτερα φυλάγεται από τους καιρούς στο ίσιωμα. Οι μαστόροι δεν ήθελαν να το χτίσουν εκεί, γιατί δεν είχε νερό. Αυτός τότε χτύπησε ανάμεσα σ’ ένα πουρνάρι πού ‘χει ‘κεί και βγήκε αμέσως πολύ νερό αγιόνερο. Αυτό κατεβαίνει με αυλάκι τώρα με 1 σωλήνα στο μοναστήρι. Αυτό το νερό όσον καιρό να το ‘χης σπίτι σου μοσκοβολάει σα βασιλικός. Αφού το έχτισαν ζήτησαν οι χτιστάδες τα λεφτά τους. Τους λέει να πάτε κάτω στη θάλασσα (παραλία) (στο χωριό), θα βρήτε ένα κούτσουρο να το σηκώσετε, να πάρετε τα δικά σας λεφτά και τα δικά μ’ αφήστε τα. Αυτοί στο δρόμο λένε : Κουτοί είμαστε να του δώσουμε, θα τα πάρουμε όλα . Πάνω κάτω… δοκιμάζουν με τα τσεκούρια τους, αλλά ολονών τα τσεκούρια κόπηκαν. Γυρίσαν με μανία να τον σκοτώσουν τον γέρο, γιατί τους γέλασε : Αφού δεν είχες λεφτά, παππού, τι ήθελες να χτίσης μοναστήρι, του λένε. – Ελάτε, λέει, κοντά μου και θα σας τα δώσω. Πάει, το βλόησε το ξύλο, άνοιξε και φάνηκαν τα λεφτά. Τους λέει : - Εγώ δεν σας κυττάζω, πάρτε τα δικά σας και τα δικά μου αφήστε τα. Ένας που ‘πιασε κι έβανε στον κόρφο του χωρίς να μετρήση έμεινε με το χέρι στον κόρφο. Του λέει για δεν μετράς κι εσύ. Λέει : Δεν μπορώ να βγάλω το χέρι μου. Μα δεν το καταλάβατε ακόμα λέει τι είμαι, Ρόβοι είστε και Ροβιές να λέγεται το χωριό. Κι έτσι λέγεται το χωριό σήμερα. Ύστερα πια κάλεσε καλογέρους έγινε το μοναστήρι. Το χτισε στο μέρος που είναι τώρα το μοναστήρι. Γύρω γύρω βουνά κι εκεί που ‘ναι το μοναστήρι είναι ίσωμα έχ’ αμπέλια έχ’ απ’ όλα. Πάγαινε άη Γέροντας στα χωριά που την καλαίνουν. Τρία χωριά είναι κοντά : α) Στο Καλαμούδι που πήγε δεν τον δέχονταν κανένας, γιατί είχε παλιά ράσα. Πάει, κάθεται στο καφενείο. Τότε αλλάζει και φαίνονται ωραία τα ρούχα του. Τότε όλοι τον καλαίναν ποιος να τον πρωτοπεριποιηθή. Λέει θα κάνετε όλοι μαζί ένα τραπέζι κι έτσι θα ‘ρθω. Έγινε, τον κάλεσαν να πάη. Κάθισε στο τραπέζι μα δεν έτρωγε. Του λέγαν όλα φάε, γέροντα, γιατί δεν τρώς; Πιάνει κι αυτός το μανίκι του, το βάζει στο πιάτο του και λέει Φάε μανίκα! Φάε. Του λένε – Τι κάνεις εκεί. Εσείς λέει, δεν εχτιμάτε τον άνθρωπο αλλά ρούχο! Στο άλλο πάλι γειτονικό χωριό το Θέρμωνα τον κορόϊδευαν. Πιάστηκαν στον χορό και θέλαν να τον χορέψουν. Με το ζόρι του βάλαν στο χορό να τραγουδήση. Πήγαινε κι αυτός κι τους λέει : Ότι θα λέγω ‘γω, θα λέτε κι εσείς. Κ’ είπε : Ως τας εφτά και ως τας οχτώ ως τες εννιά και πίσω. Μ’ αυτό εννοούσε ότι τους καταράστηκε να μη μπορούν να κάνουνε σπίτια πάνω από 9. Και πραγματικά 10 σπίτια δεν κατώρθωναν να γίνουν. Κάποιο θα κλείση με θάνατο. Του γ’ χωριόυ την ιστορία δε θυμόταν. Απάνου στη ράχη στις Κουρκουλούς είναι μια τοποθεσία που λέγεται Τσερμές. Εκεί μια φορά οι Τούρκοι θελήσανε να κάνουν γλέντι και πήγανε να πάρουνε τα κεσέμια του μοναστηριού. Τους λέει ο ‘γούμενος. – Μην πειράξετε το μοναστήρι γιατί κάνει θαύματα. Αυτοί λένε : πρώτο θα φάμε τα κεσέμια κ’ ύστερα τα κεφάλια σας. Τα πήραν, αλλά όταν τα ψήσανε και θέλησαν να τα κόψουν. Παρουσιάστηκαν αντίς για τα κατσικίσα, κεφάλια ανθρώπινα. Φοβήθηκαν κι φύγαν, αλλά απολιθωθήκαν όλοι στο μέρος αυτό που το λένε Τσερμές γιατί τσερμιάσαν εκεί οι Τούρκοι. Στο μοναστήρι φυλάνε τα ράσα του Άη Γέροντα, στο ιερό κρεμασμένα. Είναι ολοκαίνουργια. Και τα κόκκαλα του είναι κίτρινα σαν το φλουρί και μοσκοβολάνε. Είναι άγιλείψανα και τα γυρίζουν στα χωριά. Αυτός είχε πή στους καλογέρους όταν πεθάνη να τον ξεχώσουν στις 3 ημέρες γιατί θα λειώση. Οι καλόγεροι φοβήθηκαν κ’ τον αφήσανε 40 ημέρες. Τότε πάει στον ύπνο και τους λέει : γιατί με ξεχάσατε. Πήγανε τότε να τον ξεχώσουνε, τον βρήκαν λειωμένο και τα ράσα καινούργια. Τους είπε όταν θε να πεθάνη να κάνουν σταύροι στα σταυροδρόμια να μη φύγη το πνέμα και είν’ άχρηστο το μοναστήρι ή δεν θα κάνη θαύματα. Έτσι κι έγινε παντού όπου είναι στράτες ή θα ‘φευγε το πνεύμα υπάρχουν σταυροί! Αυτά όλα τα είχε διηγηθή στην Π. Χατζοπούλου μια γριά Κουρκουλιώτισσα. (Εθν. Αν. σελ. 42, Το αγιόνερο του Άη Γέροντα το φυλάνε στο σπίτι σαν αγιασμό, αν αρρωστήση κανείς).

Αυτός είχε πατέρα παπά. Ήταν από τον Άγιο Κωνσταντίνο στο Ταλάντη. Από μικρό παιδί νηστεύε Τετάρτη κ’ Παρασκευή. Όταν έγινε 9 χρονώ, τόνε χάσανε. Ψάξανε πολύ και τέλος εκεί που λειτουργούσε ο πατέρας του, τον βλέπει μέσα στο ίερο να διαβάζη το Ευαγγέλιο. Του λέει : πατέρα να μην κλάψης, να μη στεναχωρηθής, να μου δώσης την ευκή σου κι έγω θα φύγω. Να μη μ’ αρωτήσετε που θα πάω. Πήγε στο σπίτι του, ώσπου να του φτειάξουν τα ράσα του. Ζήτησε και το μερίδιο όσα λεφτά του άνηκαν κι έφυγε. Φεύγοντας απ’ το χωριό του μόλις έβαλε τα ράσα δεν φαίνοταν πια παιδί, αλλά γέρος γι’ αυτό ωνομάστηκε Άη Γέροντας. Τ’ όνομα του ήταν Δαβίδης. Πήρε ένα ξύλο για να περάση τη θάλασσα ης το ξύλο τον έβγαλε σ’ ένα χωριό, που ύστερα ωνομάστηκε Ροβιές. Εκεί βλόγησε το ξύλο, άνοιξε κι έβαλε τα λεφτά μέσα. Πήγε έπειτα κι εδιάλεξε το μέρος που θα έχτιζε το μοναστήρι. Ήθελε να το χτίση στο ύψος, αλλά οι μαστόροι του ‘παν ότι καλύτερα φυλάγεται από τους καιρούς στο ίσιωμα. Οι μαστόροι δεν ήθελαν να το χτίσουν εκεί, γιατί δεν είχε νερό. Αυτός τότε χτύπησε ανάμεσα σ’ ένα πουρνάρι πού ‘χει ‘κεί και βγήκε αμέσως πολύ νερό αγιόνερο. Αυτό κατεβαίνει με αυλάκι τώρα με 1 σωλήνα στο μοναστήρι. Αυτό το νερό όσον καιρό να το ‘χης σπίτι σου μοσκοβολάει σα βασιλικός. Αφού το έχτισαν ζήτησαν οι χτιστάδες τα λεφτά τους. Τους λέει να πάτε κάτω στη θάλασσα (παραλία) (στο χωριό), θα βρήτε ένα κούτσουρο να το σηκώσετε, να πάρετε τα δικά σας λεφτά και τα δικά μ’ αφήστε τα. Αυτοί στο δρόμο λένε : Κουτοί είμαστε να του δώσουμε, θα τα πάρουμε όλα . Πάνω κάτω… δοκιμάζουν με τα τσεκούρια τους, αλλά ολονών τα τσεκούρια κόπηκαν. Γυρίσαν με μανία να τον σκοτώσουν τον γέρο, γιατί τους γέλασε : Αφού δεν είχες λεφτά, παππού, τι ήθελες να χτίσης μοναστήρι, του λένε. – Ελάτε, λέει, κοντά μου και θα σας τα δώσω. Πάει, το βλόησε το ξύλο, άνοιξε και φάνηκαν τα λεφτά. Τους λέει : - Εγώ δεν σας κυττάζω, πάρτε τα δικά σας και τα δικά μου αφήστε τα. Ένας που ‘πιασε κι έβανε στον κόρφο του χωρίς να μετρήση έμεινε με το χέρι στον κόρφο. Του λέει για δεν μετράς κι εσύ. Λέει : Δεν μπορώ να βγάλω το χέρι μου. Μα δεν το καταλάβατε ακόμα λέει τι είμαι, Ρόβοι είστε και Ροβιές να λέγεται το χωριό. Κι έτσι λέγεται το χωριό σήμερα. Ύστερα πια κάλεσε καλογέρους έγινε το μοναστήρι. Το χτισε στο μέρος που είναι τώρα το μοναστήρι. Γύρω γύρω βουνά κι εκεί που ‘ναι το μοναστήρι είναι ίσωμα έχ’ αμπέλια έχ’ απ’ όλα. Πάγαινε άη Γέροντας στα χωριά που την καλαίνουν. Τρία χωριά είναι κοντά : α) Στο Καλαμούδι που πήγε δεν τον δέχονταν κανένας, γιατί είχε παλιά ράσα. Πάει, κάθεται στο καφενείο. Τότε αλλάζει και φαίνονται ωραία τα ρούχα του. Τότε όλοι τον καλαίναν ποιος να τον πρωτοπεριποιηθή. Λέει θα κάνετε όλοι μαζί ένα τραπέζι κι έτσι θα ‘ρθω. Έγινε, τον κάλεσαν να πάη. Κάθισε στο τραπέζι μα δεν έτρωγε. Του λέγαν όλα φάε, γέροντα, γιατί δεν τρώς; Πιάνει κι αυτός το μανίκι του, το βάζει στο πιάτο του και λέει Φάε μανίκα! Φάε. Του λένε – Τι κάνεις εκεί. Εσείς λέει, δεν εχτιμάτε τον άνθρωπο αλλά ρούχο! Στο άλλο πάλι γειτονικό χωριό το Θέρμωνα τον κορόϊδευαν. Πιάστηκαν στον χορό και θέλαν να τον χορέψουν. Με το ζόρι του βάλαν στο χορό να τραγουδήση. Πήγαινε κι αυτός κι τους λέει : Ότι θα λέγω ‘γω, θα λέτε κι εσείς. Κ’ είπε : Ως τας εφτά και ως τας οχτώ ως τες εννιά και πίσω. Μ’ αυτό εννοούσε ότι τους καταράστηκε να μη μπορούν να κάνουνε σπίτια πάνω από 9. Και πραγματικά 10 σπίτια δεν κατώρθωναν να γίνουν. Κάποιο θα κλείση με θάνατο. Του γ’ χωριόυ την ιστορία δε θυμόταν. Απάνου στη ράχη στις Κουρκουλούς είναι μια τοποθεσία που λέγεται Τσερμές. Εκεί μια φορά οι Τούρκοι θελήσανε να κάνουν γλέντι και πήγανε να πάρουνε τα κεσέμια του μοναστηριού. Τους λέει ο ‘γούμενος. – Μην πειράξετε το μοναστήρι γιατί κάνει θαύματα. Αυτοί λένε : πρώτο θα φάμε τα κεσέμια κ’ ύστερα τα κεφάλια σας. Τα πήραν, αλλά όταν τα ψήσανε και θέλησαν να τα κόψουν. Παρουσιάστηκαν αντίς για τα κατσικίσα, κεφάλια ανθρώπινα. Φοβήθηκαν κι φύγαν, αλλά απολιθωθήκαν όλοι στο μέρος αυτό που το λένε Τσερμές γιατί τσερμιάσαν εκεί οι Τούρκοι. Στο μοναστήρι φυλάνε τα ράσα του Άη Γέροντα, στο ιερό κρεμασμένα. Είναι ολοκαίνουργια. Και τα κόκκαλα του είναι κίτρινα σαν το φλουρί και μοσκοβολάνε. Είναι άγιλείψανα και τα γυρίζουν στα χωριά. Αυτός είχε πή στους καλογέρους όταν πεθάνη να τον ξεχώσουν στις 3 ημέρες γιατί θα λειώση. Οι καλόγεροι φοβήθηκαν κ’ τον αφήσανε 40 ημέρες. Τότε πάει στον ύπνο και τους λέει : γιατί με ξεχάσατε. Πήγανε τότε να τον ξεχώσουνε, τον βρήκαν λειωμένο και τα ράσα καινούργια. Τους είπε όταν θε να πεθάνη να κάνουν σταύροι στα σταυροδρόμια να μη φύγη το πνέμα και είν’ άχρηστο το μοναστήρι ή δεν θα κάνη θαύματα. Έτσι κι έγινε παντού όπου είναι στράτες ή θα ‘φευγε το πνεύμα υπάρχουν σταυροί! Αυτά όλα τα είχε διηγηθή στην Π. Χατζοπούλου μια γριά Κουρκουλιώτισσα. (Εθν. Αν. σελ. 42, Το αγιόνερο του Άη Γέροντα το φυλάνε στο σπίτι σαν αγιασμό, αν αρρωστήση κανείς).
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Αυτός είχε πατέρα παπά. Ήταν από τον Άγιο Κωνσταντίνο στο Ταλάντη. Από μικρό παιδί νηστεύε Τετάρτη κ’ Παρασκευή. Όταν έγινε 9 χρονώ, τόνε χάσανε. Ψάξανε πολύ και τέλος εκεί που λειτουργούσε ο πατέρας του, τον βλέπει μέσα στο ίερο να διαβάζη το Ευαγγέλιο. Του λέει : πατέρα να μην κλάψης, να μη στεναχωρηθής, να μου δώσης την ευκή σου κι έγω θα φύγω. Να μη μ’ αρωτήσετε που θα πάω. Πήγε στο σπίτι του, ώσπου να του φτειάξουν τα ράσα του. Ζήτησε και το μερίδιο όσα λεφτά του άνηκαν κι έφυγε. Φεύγοντας απ’ το χωριό του μόλις έβαλε τα ράσα δεν φαίνοταν πια παιδί, αλλά γέρος γι’ αυτό ωνομάστηκε Άη Γέροντας. Τ’ όνομα του ήταν Δαβίδης. Πήρε ένα ξύλο για να περάση τη θάλασσα ης το ξύλο τον έβγαλε σ’ ένα χωριό, που ύστερα ωνομάστηκε Ροβιές. Εκεί βλόγησε το ξύλο, άνοιξε κι έβαλε τα λεφτά μέσα. Πήγε έπειτα κι εδιάλεξε το μέρος που θα έχτιζε το μοναστήρι. Ήθελε να το χτίση στο ύψος, αλλά οι μαστόροι του ‘παν ότι καλύτερα φυλάγεται από τους καιρούς στο ίσιωμα. Οι μαστόροι δεν ήθελαν να το χτίσουν εκεί, γιατί δεν είχε νερό. Αυτός τότε χτύπησε ανάμεσα σ’ ένα πουρνάρι πού ‘χει ‘κεί και βγήκε αμέσως πολύ νερό αγιόνερο. Αυτό κατεβαίνει με αυλάκι τώρα με 1 σωλήνα στο μοναστήρι. Αυτό το νερό όσον καιρό να το ‘χης σπίτι σου μοσκοβολάει σα βασιλικός. Αφού το έχτισαν ζήτησαν οι χτιστάδες τα λεφτά τους. Τους λέει να πάτε κάτω στη θάλασσα (παραλία) (στο χωριό), θα βρήτε ένα κούτσουρο να το σηκώσετε, να πάρετε τα δικά σας λεφτά και τα δικά μ’ αφήστε τα. Αυτοί στο δρόμο λένε : Κουτοί είμαστε να του δώσουμε, θα τα πάρουμε όλα . Πάνω κάτω… δοκιμάζουν με τα τσεκούρια τους, αλλά ολονών τα τσεκούρια κόπηκαν. Γυρίσαν με μανία να τον σκοτώσουν τον γέρο, γιατί τους γέλασε : Αφού δεν είχες λεφτά, παππού, τι ήθελες να χτίσης μοναστήρι, του λένε. – Ελάτε, λέει, κοντά μου και θα σας τα δώσω. Πάει, το βλόησε το ξύλο, άνοιξε και φάνηκαν τα λεφτά. Τους λέει : - Εγώ δεν σας κυττάζω, πάρτε τα δικά σας και τα δικά μου αφήστε τα. Ένας που ‘πιασε κι έβανε στον κόρφο του χωρίς να μετρήση έμεινε με το χέρι στον κόρφο. Του λέει για δεν μετράς κι εσύ. Λέει : Δεν μπορώ να βγάλω το χέρι μου. Μα δεν το καταλάβατε ακόμα λέει τι είμαι, Ρόβοι είστε και Ροβιές να λέγεται το χωριό. Κι έτσι λέγεται το χωριό σήμερα. Ύστερα πια κάλεσε καλογέρους έγινε το μοναστήρι. Το χτισε στο μέρος που είναι τώρα το μοναστήρι. Γύρω γύρω βουνά κι εκεί που ‘ναι το μοναστήρι είναι ίσωμα έχ’ αμπέλια έχ’ απ’ όλα. Πάγαινε άη Γέροντας στα χωριά που την καλαίνουν. Τρία χωριά είναι κοντά : α) Στο Καλαμούδι που πήγε δεν τον δέχονταν κανένας, γιατί είχε παλιά ράσα. Πάει, κάθεται στο καφενείο. Τότε αλλάζει και φαίνονται ωραία τα ρούχα του. Τότε όλοι τον καλαίναν ποιος να τον πρωτοπεριποιηθή. Λέει θα κάνετε όλοι μαζί ένα τραπέζι κι έτσι θα ‘ρθω. Έγινε, τον κάλεσαν να πάη. Κάθισε στο τραπέζι μα δεν έτρωγε. Του λέγαν όλα φάε, γέροντα, γιατί δεν τρώς; Πιάνει κι αυτός το μανίκι του, το βάζει στο πιάτο του και λέει Φάε μανίκα! Φάε. Του λένε – Τι κάνεις εκεί. Εσείς λέει, δεν εχτιμάτε τον άνθρωπο αλλά ρούχο! Στο άλλο πάλι γειτονικό χωριό το Θέρμωνα τον κορόϊδευαν. Πιάστηκαν στον χορό και θέλαν να τον χορέψουν. Με το ζόρι του βάλαν στο χορό να τραγουδήση. Πήγαινε κι αυτός κι τους λέει : Ότι θα λέγω ‘γω, θα λέτε κι εσείς. Κ’ είπε : Ως τας εφτά και ως τας οχτώ ως τες εννιά και πίσω. Μ’ αυτό εννοούσε ότι τους καταράστηκε να μη μπορούν να κάνουνε σπίτια πάνω από 9. Και πραγματικά 10 σπίτια δεν κατώρθωναν να γίνουν. Κάποιο θα κλείση με θάνατο. Του γ’ χωριόυ την ιστορία δε θυμόταν. Απάνου στη ράχη στις Κουρκουλούς είναι μια τοποθεσία που λέγεται Τσερμές. Εκεί μια φορά οι Τούρκοι θελήσανε να κάνουν γλέντι και πήγανε να πάρουνε τα κεσέμια του μοναστηριού. Τους λέει ο ‘γούμενος. – Μην πειράξετε το μοναστήρι γιατί κάνει θαύματα. Αυτοί λένε : πρώτο θα φάμε τα κεσέμια κ’ ύστερα τα κεφάλια σας. Τα πήραν, αλλά όταν τα ψήσανε και θέλησαν να τα κόψουν. Παρουσιάστηκαν αντίς για τα κατσικίσα, κεφάλια ανθρώπινα. Φοβήθηκαν κι φύγαν, αλλά απολιθωθήκαν όλοι στο μέρος αυτό που το λένε Τσερμές γιατί τσερμιάσαν εκεί οι Τούρκοι. Στο μοναστήρι φυλάνε τα ράσα του Άη Γέροντα, στο ιερό κρεμασμένα. Είναι ολοκαίνουργια. Και τα κόκκαλα του είναι κίτρινα σαν το φλουρί και μοσκοβολάνε. Είναι άγιλείψανα και τα γυρίζουν στα χωριά. Αυτός είχε πή στους καλογέρους όταν πεθάνη να τον ξεχώσουν στις 3 ημέρες γιατί θα λειώση. Οι καλόγεροι φοβήθηκαν κ’ τον αφήσανε 40 ημέρες. Τότε πάει στον ύπνο και τους λέει : γιατί με ξεχάσατε. Πήγανε τότε να τον ξεχώσουνε, τον βρήκαν λειωμένο και τα ράσα καινούργια. Τους είπε όταν θε να πεθάνη να κάνουν σταύροι στα σταυροδρόμια να μη φύγη το πνέμα και είν’ άχρηστο το μοναστήρι ή δεν θα κάνη θαύματα. Έτσι κι έγινε παντού όπου είναι στράτες ή θα ‘φευγε το πνεύμα υπάρχουν σταυροί! Αυτά όλα τα είχε διηγηθή στην Π. Χατζοπούλου μια γριά Κουρκουλιώτισσα. (Εθν. Αν. σελ. 42, Το αγιόνερο του Άη Γέροντα το φυλάνε στο σπίτι σαν αγιασμό, αν αρρωστήση κανείς).

Ιωαννίδου, Μ.
Ιωαννίδου, Μ. (EL)

Παραδόσεις

Εύβοια, Αγία Άννα


1942




Λ. Α. αρ. 1479 Η, σελ. 35 – 41, Μ. Ιωαννίδου, Λαογ. Αγίας Άννης, 1942

Text

Greek




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)