Το μοναστήριον ήτο κτισμένον εκεί όπου ευρίσκεται σήμερον ο ναός του αγίου Νικολάου Καρυδέας. Ήτο πλουσιώτατον και είχε μετόχιον την Θεοτόκον Πλατανούσσης. Το μοναστήριον τούτο ήτο «θαυματουργόν» και είχε μεγάλην κινητήν και ακίνητον περιουσίαν. Τα πολυάριθμα κοπάδια του έβοσκαν εις θέσιν «Ζιάκα» της Πλατανούσσης. Στο μοναστήριον ζούσαν (40) καλόγηροι και (40) καλόγριες, οι οποίες κατήγοντο εκ της περιφέρειας. Το γάλα εκ του «Λάκκού της Ζιάκας» έφτανε στην θέσιν «κλεισούρα» της καρυδέας, δι υπογείου αγωγού. Δια του αγωγού τούτου συνεννοούντο οι τσομπάνηδες και ο επί κεφαλής αυτών μοναχός μετά του μοναστηριού. Κάποτε λιάπηδες κλέφτες πήραν τα απρόβατα του μοναστηριού και εφόνευσαν τους «τσιομπάνους». Όταν ήρθε η σειρά του καλογήρου, αυτός τους παρακάλεσε να του επιτρέψουν ν’ ανέβη πάνω στη ράχη «ν’ αγνατέψη»(να παρατηρήση) το μοναστήριον με το «κιάλι» (διόπτρα) και να τραγουδήση με τον «τζουρά» του (φλογέρα) ένα τραγούδι. Οι λιάπηδες σεβαστηκαν την τελευταίαν του μελλοθάνατου επιθυμίαν. Τον ανέβασαν στην κορυφή εκεί όπου ήταν ο αγωγός, τον οποίον δεν εγνώριζον αυτοί. Ο καλόγερος είδε την Πόλκω και τραγούδησε αργά και παραπονεμένα : Πόλκω που χτενίζεσαι πίσ’ από το σπίτι σου, ήρθαν μας ληστέψανε πήρανε τα πρόβατα. Όλα μας τα πήρανε τους τσιομπάνους σφάξανε! Η Πόλκω αμέσως ειδοποίησε τους Παρουσαίους, οι οποίοι «ήταν αντρειωμένοι» κι έδεναν τα μουστάκια τους πίσω στο κεφάλι τους. Αυτοί έτρεξαν αμέσως και πρόλαβαν τους κακοποιούς εις θέσιν «Μπάμπιακο» του Μονολιθίου. Εκεί τους «κατακομμάτιασαν όλους και πήραν τα πρόβατα και τα ήγαν ξανά στο λιβάδι τους, στη «Ζιάκα».

Το μοναστήριον ήτο κτισμένον εκεί όπου ευρίσκεται σήμερον ο ναός του αγίου Νικολάου Καρυδέας. Ήτο πλουσιώτατον και είχε μετόχιον την Θεοτόκον Πλατανούσσης. Το μοναστήριον τούτο ήτο «θαυματουργόν» και είχε μεγάλην κινητήν και ακίνητον περιουσίαν. Τα πολυάριθμα κοπάδια του έβοσκαν εις θέσιν «Ζιάκα» της Πλατανούσσης. Στο μοναστήριον ζούσαν (40) καλόγηροι και (40) καλόγριες, οι οποίες κατήγοντο εκ της περιφέρειας. Το γάλα εκ του «Λάκκού της Ζιάκας» έφτανε στην θέσιν «κλεισούρα» της καρυδέας, δι υπογείου αγωγού. Δια του αγωγού τούτου συνεννοούντο οι τσομπάνηδες και ο επί κεφαλής αυτών μοναχός μετά του μοναστηριού. Κάποτε λιάπηδες κλέφτες πήραν τα απρόβατα του μοναστηριού και εφόνευσαν τους «τσιομπάνους». Όταν ήρθε η σειρά του καλογήρου, αυτός τους παρακάλεσε να του επιτρέψουν ν’ ανέβη πάνω στη ράχη «ν’ αγνατέψη»(να παρατηρήση) το μοναστήριον με το «κιάλι» (διόπτρα) και να τραγουδήση με τον «τζουρά» του (φλογέρα) ένα τραγούδι. Οι λιάπηδες σεβαστηκαν την τελευταίαν του μελλοθάνατου επιθυμίαν. Τον ανέβασαν στην κορυφή εκεί όπου ήταν ο αγωγός, τον οποίον δεν εγνώριζον αυτοί. Ο καλόγερος είδε την Πόλκω και τραγούδησε αργά και παραπονεμένα : Πόλκω που χτενίζεσαι πίσ’ από το σπίτι σου, ήρθαν μας ληστέψανε πήρανε τα πρόβατα. Όλα μας τα πήρανε τους τσιομπάνους σφάξανε! Η Πόλκω αμέσως ειδοποίησε τους Παρουσαίους, οι οποίοι «ήταν αντρειωμένοι» κι έδεναν τα μουστάκια τους πίσω στο κεφάλι τους. Αυτοί έτρεξαν αμέσως και πρόλαβαν τους κακοποιούς εις θέσιν «Μπάμπιακο» του Μονολιθίου. Εκεί τους «κατακομμάτιασαν όλους και πήραν τα πρόβατα και τα ήγαν ξανά στο λιβάδι τους, στη «Ζιάκα».
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Το μοναστήριον ήτο κτισμένον εκεί όπου ευρίσκεται σήμερον ο ναός του αγίου Νικολάου Καρυδέας. Ήτο πλουσιώτατον και είχε μετόχιον την Θεοτόκον Πλατανούσσης. Το μοναστήριον τούτο ήτο «θαυματουργόν» και είχε μεγάλην κινητήν και ακίνητον περιουσίαν. Τα πολυάριθμα κοπάδια του έβοσκαν εις θέσιν «Ζιάκα» της Πλατανούσσης. Στο μοναστήριον ζούσαν (40) καλόγηροι και (40) καλόγριες, οι οποίες κατήγοντο εκ της περιφέρειας. Το γάλα εκ του «Λάκκού της Ζιάκας» έφτανε στην θέσιν «κλεισούρα» της καρυδέας, δι υπογείου αγωγού. Δια του αγωγού τούτου συνεννοούντο οι τσομπάνηδες και ο επί κεφαλής αυτών μοναχός μετά του μοναστηριού. Κάποτε λιάπηδες κλέφτες πήραν τα απρόβατα του μοναστηριού και εφόνευσαν τους «τσιομπάνους». Όταν ήρθε η σειρά του καλογήρου, αυτός τους παρακάλεσε να του επιτρέψουν ν’ ανέβη πάνω στη ράχη «ν’ αγνατέψη»(να παρατηρήση) το μοναστήριον με το «κιάλι» (διόπτρα) και να τραγουδήση με τον «τζουρά» του (φλογέρα) ένα τραγούδι. Οι λιάπηδες σεβαστηκαν την τελευταίαν του μελλοθάνατου επιθυμίαν. Τον ανέβασαν στην κορυφή εκεί όπου ήταν ο αγωγός, τον οποίον δεν εγνώριζον αυτοί. Ο καλόγερος είδε την Πόλκω και τραγούδησε αργά και παραπονεμένα : Πόλκω που χτενίζεσαι πίσ’ από το σπίτι σου, ήρθαν μας ληστέψανε πήρανε τα πρόβατα. Όλα μας τα πήρανε τους τσιομπάνους σφάξανε! Η Πόλκω αμέσως ειδοποίησε τους Παρουσαίους, οι οποίοι «ήταν αντρειωμένοι» κι έδεναν τα μουστάκια τους πίσω στο κεφάλι τους. Αυτοί έτρεξαν αμέσως και πρόλαβαν τους κακοποιούς εις θέσιν «Μπάμπιακο» του Μονολιθίου. Εκεί τους «κατακομμάτιασαν όλους και πήραν τα πρόβατα και τα ήγαν ξανά στο λιβάδι τους, στη «Ζιάκα».

Γεωργούλας, Σωκράτης Δ.
Γεωργούλας, Σωκράτης Δ. (EL)

Παραδόσεις

Πρέβεζα, Πάργα


1966




Λ. Α. αρ. 3007, σελ. 79 – 80, Σωκ. Δ. Γεωργούλα, Καρυδέα επαρχίας Πάργας Πρεβέζης , 1966

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.