Στου Σαρατσά εκεί λέγαν ήταν ένα στοιχειό κια τους έτρωγε τους ανθρώπους κι από το πολύ του φαΐ σηκωθήκανε και φύγανε κι έμεινε μια γριά. Είπε, θα μείνω κι ας με φάη. Κάποιος ορμήνεψε τη γριά και της είπε το βραδύ που θα πέση να κοιμηθή να βάλη τ' αγγειά της ούλα τ' ανάσκελα. Αλησμόνηκε ένα χουλιαράκι κολοβούλι. Ήρθε το στοιχειό τη νύχτα. Λέει : Άνοιξε κανάτα, άνοιξε μπιτόνα, άνοιξε κολοβό χουλιαράκι. Καθώς κίνησε εκείνο κρίκ, κρίκ ν' ανοίξη τ' απιστόμισε η γριά κι εκείνο. Της λέει απ' έξω : θα ειπούμε παραμύθια κι όποιος σε dόβρη dο φάη ο άλλος. Ναι, του λέει η γριά. Άρχισε το στοιχειό, λέει : - Ένας λόγος τι είναι; “Ένας Θεός κι ένα τ' αηδονάκι και το χελιδονάκι ούλον τον Μάη λαλεί στης Χαιδεμένης την αυλή. - Δυό λόγια τι είναι; “Δίκερο το βώδι, Τρίποδη σιδεροστιά, καβαλλάει τη φωτιά, Τέσσερα βυζιά η γελάδα, Πέντε δάχτυλα η χέρα, Έξη αστράκια σούρνει η Πούλια, Εφταπάρθενος χορός, Οχταπόδι του θαλάσσι, Εννιάμηνοι κοπέλλι, Δέκα βυζά 'χει 'σκρόφα. Ελάλησε ο κόκκορας πιά. “Κόκκορας λάλησε γριά! - Μαύρος κόκκορας λαλεί, μαύρη ώρα και καλή”. Λάκκισε το στοιχειό, έφυγε. Με τη φευγάλα που έφευγε φώναξε η γριά : - Καρτέρα Αγία Βαρβάρα, Καρτερα Άγιο Σάββα, καρτέρα Άγιο Νικόλα. ( Ήταν τρία εκκλησιδάκια εκεί στη χάρη τους) Αγιά Βαρβάρα μίλησε κι 'Άης Σάββας απλοήθκε, κι Άγιο Νικόλας έσωσε με το σπαθί στα χέρια. Και ρόκοψε το στοιχείο στα τρία κομμάτια και φαίνονται που είναι λιθωμένα στη Βρωμίστρα.

Στου Σαρατσά εκεί λέγαν ήταν ένα στοιχειό κια τους έτρωγε τους ανθρώπους κι από το πολύ του φαΐ σηκωθήκανε και φύγανε κι έμεινε μια γριά. Είπε, θα μείνω κι ας με φάη. Κάποιος ορμήνεψε τη γριά και της είπε το βραδύ που θα πέση να κοιμηθή να βάλη τ' αγγειά της ούλα τ' ανάσκελα. Αλησμόνηκε ένα χουλιαράκι κολοβούλι. Ήρθε το στοιχειό τη νύχτα. Λέει : Άνοιξε κανάτα, άνοιξε μπιτόνα, άνοιξε κολοβό χουλιαράκι. Καθώς κίνησε εκείνο κρίκ, κρίκ ν' ανοίξη τ' απιστόμισε η γριά κι εκείνο. Της λέει απ' έξω : θα ειπούμε παραμύθια κι όποιος σε dόβρη dο φάη ο άλλος. Ναι, του λέει η γριά. Άρχισε το στοιχειό, λέει : - Ένας λόγος τι είναι; “Ένας Θεός κι ένα τ' αηδονάκι και το χελιδονάκι ούλον τον Μάη λαλεί στης Χαιδεμένης την αυλή. - Δυό λόγια τι είναι; “Δίκερο το βώδι, Τρίποδη σιδεροστιά, καβαλλάει τη φωτιά, Τέσσερα βυζιά η γελάδα, Πέντε δάχτυλα η χέρα, Έξη αστράκια σούρνει η Πούλια, Εφταπάρθενος χορός, Οχταπόδι του θαλάσσι, Εννιάμηνοι κοπέλλι, Δέκα βυζά 'χει 'σκρόφα. Ελάλησε ο κόκκορας πιά. “Κόκκορας λάλησε γριά! - Μαύρος κόκκορας λαλεί, μαύρη ώρα και καλή”. Λάκκισε το στοιχειό, έφυγε. Με τη φευγάλα που έφευγε φώναξε η γριά : - Καρτέρα Αγία Βαρβάρα, Καρτερα Άγιο Σάββα, καρτέρα Άγιο Νικόλα. ( Ήταν τρία εκκλησιδάκια εκεί στη χάρη τους) Αγιά Βαρβάρα μίλησε κι 'Άης Σάββας απλοήθκε, κι Άγιο Νικόλας έσωσε με το σπαθί στα χέρια. Και ρόκοψε το στοιχείο στα τρία κομμάτια και φαίνονται που είναι λιθωμένα στη Βρωμίστρα.
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Στου Σαρατσά εκεί λέγαν ήταν ένα στοιχειό κια τους έτρωγε τους ανθρώπους κι από το πολύ του φαΐ σηκωθήκανε και φύγανε κι έμεινε μια γριά. Είπε, θα μείνω κι ας με φάη. Κάποιος ορμήνεψε τη γριά και της είπε το βραδύ που θα πέση να κοιμηθή να βάλη τ' αγγειά της ούλα τ' ανάσκελα. Αλησμόνηκε ένα χουλιαράκι κολοβούλι. Ήρθε το στοιχειό τη νύχτα. Λέει : Άνοιξε κανάτα, άνοιξε μπιτόνα, άνοιξε κολοβό χουλιαράκι. Καθώς κίνησε εκείνο κρίκ, κρίκ ν' ανοίξη τ' απιστόμισε η γριά κι εκείνο. Της λέει απ' έξω : θα ειπούμε παραμύθια κι όποιος σε dόβρη dο φάη ο άλλος. Ναι, του λέει η γριά. Άρχισε το στοιχειό, λέει : - Ένας λόγος τι είναι; “Ένας Θεός κι ένα τ' αηδονάκι και το χελιδονάκι ούλον τον Μάη λαλεί στης Χαιδεμένης την αυλή. - Δυό λόγια τι είναι; “Δίκερο το βώδι, Τρίποδη σιδεροστιά, καβαλλάει τη φωτιά, Τέσσερα βυζιά η γελάδα, Πέντε δάχτυλα η χέρα, Έξη αστράκια σούρνει η Πούλια, Εφταπάρθενος χορός, Οχταπόδι του θαλάσσι, Εννιάμηνοι κοπέλλι, Δέκα βυζά 'χει 'σκρόφα. Ελάλησε ο κόκκορας πιά. “Κόκκορας λάλησε γριά! - Μαύρος κόκκορας λαλεί, μαύρη ώρα και καλή”. Λάκκισε το στοιχειό, έφυγε. Με τη φευγάλα που έφευγε φώναξε η γριά : - Καρτέρα Αγία Βαρβάρα, Καρτερα Άγιο Σάββα, καρτέρα Άγιο Νικόλα. ( Ήταν τρία εκκλησιδάκια εκεί στη χάρη τους) Αγιά Βαρβάρα μίλησε κι 'Άης Σάββας απλοήθκε, κι Άγιο Νικόλας έσωσε με το σπαθί στα χέρια. Και ρόκοψε το στοιχείο στα τρία κομμάτια και φαίνονται που είναι λιθωμένα στη Βρωμίστρα.

Ταρσούλη, Γεωργία
Ταρσούλη, Γεωργία (EL)

Παραδόσεις

Μεσσηνία, Πύλος, Ζιζάνι


1939




Αρ. 1378 Α, σελ. 130, Γ. Ταρσούλη, Ζιζάνι Πυλίας, 1939

Text

Greek




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)