Εκείνη την εποχή οι χαλάροι ήτανε ψωμιά, όλα ήτανε ψωμιά, τα μάρμαρα ήτανε τυριά. Αυτή η 'υναικόπετρα εκατουρήθη το παιδί της κ' επροσευχήθη στο Θεό να της στείλη πώς να σκουπίση τι παιδί της. Ετότες δεν είχαν ρούχα, ήτανε γυμνός ο κόσμος. Ο Θεός της έρριξε ένα πεσκίρι για να το σκουπίση κι ευτή ελυπήθη το πεσκίρι που 'θελά το σκουπίσει – ήταν τόσο ωραίο και ήθελα το λερώσει – κ' έπιασε 'να φελί ψωμί και το σκούπισενε. Και τση καταρίστην ο Θεός και δεν είχε στάσιμο να σταθή πουθενά και φεύγοντας εκεί επαράτησε το μπαούλο κ΄εμαρμάρωσε. Και μέχρι τώρα φαίνεται και το μπαούλο και μέσ' στη μέση η ποδουλιά τζη. Μετά ήφησε την ανέμη τζη κ' εμαρμάρωσε κι αυτή και υπάρχει 'μαρμάρωσε και η ίδια, Λένε οτί είναι μέσα στη πέτρα ζωντανή. [στείλη = να την φωτίση, να την οδηγήση εδώ μάλλον, πεσκίτι = είδος πετσέτας, φελί = φέταν, κομμάτι, τεμάχιον, ποδουλιά = το πέλμα, το ίχνος του πέλματος].
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών