Είναι μια μυρτιά στο κοιμητήριο, που την κόβουνε, την ξανακόβουνε κι όλο βγαίνει. Αυτό έχει ιστορία. Ένας γέρος εσκότωσε τη γυναίκα του, επειδή την είχε σε υποψία ή επειδή όλο γκρίνιαζε πως του έφταιγε. Όλο ετρωγότανε και τη βάρεσε με μια κοπίδα. Δεν ήγλεπε κιόλας ο γέρος και τσ' ήκοψε τσ' αρτηρίες και πέθανε. Όταν την εκηδέψανε και τη θάψανε εδώ στα μαξιλάρια τ' απεθαμένου δεν βάζουμε μαλλιά και ρούχα, γιατί αργούνε να σαπίζουνε. Βάζουμε μυρτιά, μέσα σε μια διπλή μαξιλαροθήκη. Εκεί λοιπόν που θάψανε τη γριά, βγήκε από το μαξιλάρι μυρτιά κι έγινε δέντρο, που όσο τώρα κι αν το κόβουνε δε σταματάει. Όλο βγαίνει. Αυτό το θάψιμο έγινε γύρω στα 1890. Ύστερα εθάψανε και το γέρο κοντά, αλλά από εκείνον δεν βγήκε μυρτιά. Και θέλουνε να πούνε πως η μυρτιά μαρτυράει, πως ήτανε καλή η γυναίκα κι αθώα. Αγία γυναίκα που σκοτώθηκε άδικα. (Ο άντρας της τότε έφαε και πολλά χρόνια φυλακή, που την έκαμε στην Κεφαλονιά). Ξαμπελώθηκε τώρα η οικογένεια τσις. (Η γυναίκα μπορεί να ήτανε και νέα όταν τη σκότωσε).
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών