Αυτό το μικρό ξούντιο που τρυπών’ στους τοίχους, στις πέτρες, στα κούφια δέντρα, στις καλύβες και στα κελάρια μια φορά κι έναν καιρό, όπως μου ΄λεγε η κάκω μου η Στεφανίγαινα, ήταν τσιουπί και τι τσιουπί! Χρυσοτσιούπ’ και χρυσονοικοκυρά. Ήταν αρραβωνιασμένο και ‘τοίμαζε όλα τα προικιά τ’είχε λευκάν’ το παννί για να φειάκ’ τα ‘ποκάμ’σα, είχε ράψ’ τα φουστάνια του, είχε γυφάν’ τα ποδιές του, είχε πλέξ’ τς δώρες του που θάδνε στο σόι του γαμπρού κι όλο ‘τοίμαζε κι όλο γύφαινε το’ να και τα’άλλο για τη νυφιάτ’κη τα’ν αρμάτα του. Όντας ζύγων ημέρα για το γάμο, η γιαδερφή τα η μεγαλύτερη που ήταν ανύπαντρη απ’τη ζήλεια κι απ’την κακίγια της τα έκλεψε όλ’ τα’ν αρμάτα και την άφηκε χωρίς ράμμα στο βελόν που λέει ο λόγος. Τότε κι αυτή παρακάλεσε τήμ Παναίγια και τ’ν έκανε νυφίτσα και γυρεύ’ σ’όλες τα μεριές και στις κλείδωσες, στα σπίτια, στα κελλάρια, στις μπίμτσες, στις μεσάντρες και στα μαντζάτα για να βρή τα προικιά τα που τα’χε κλέψ’ η γιαδερφή τα κι άμα βρή σκουτιά νυφιάτ’κα από το γινάτ’της τα κόβ, τα ξεσκάει, τα κάν’κομμάτια γιατί τα λέει δ’κά τα και δε θέλ’να τα τα χαρή η γιαδερφή της που τ’ς τα ‘κλεψε. Τα τσιουπιά τα παντρειγιάς ξέρ’ν, που η νυφίτσα κυνηγάει και κατακομματιάζ’ τα αρμάτες τους γι αυτό δίπλα στα σκουτιά τους τα νυφιάτ’κα και βάνουν τρείς τέσσερις νύφες από λαντζιάδια, έτσ’ σαν κούκλες και μ’αυτί η νυφίτσα ξεχάζ’ και χαίρεται και δεν ξεσκάει τίποτες. Η νυφίτσα ‘φκαριστιέται πολύ να γλέπ’τα τσιουπιά να πλέκ’ν και να φειάν’ν τα ξόμπλια και τα νυχάκια, τα ραφές και τα καγκέλια, τα ψαροκόκκαλα και το στάγκο στα τσιεράπια πάν’πολλές βολές και στα νυχτέρια τους, κι όντας λευκαίν’ το παννί στο ποτάμ’ κι εκεί τους βγαίν’,ζυγων στα τσιουπιά τα γλέπ’ έτσ’ κατάματα εδώ και κείγια για, παίζ’ απ’τη χαρά τα’ς και κρύβετ’ανάμεσα σ’τα πέτρες και πάλε βγαίν’ και πάλε μετακρύβεται και λογιάζ’ πότε τα τσιουπιά, πότε τα λευκαμένα ‘πουκάμ’σα πούειναι απλωμένα στις γούστραβες πέτρες τς ποταμιάς σαν να λέη στις συντρόφ’σες της. ‘’Κι εγώ μια βολά έτσ’ ‘τοίμαζα τ’ν αρμάτα μου και τα προικιά μ’ μόν’ η σύλλα η γιαδέρφη μ’απ’το φτόνο της μισήλεψε τα’ν αρμάτα μου και δε μ’άφηε να τη χαρώ.. Τα τιουπιά τη γλέπ’ν και χαζεύουν, κι αυτά με ταύτ’ και γελούν και τς λέν : ‘’Παίξε, νύφ’ να σε ιδούμε… παίξε νύφ. Να σε ιδούμε…’’ μόν’ δεν τημ πειράζ’ν κι ούτε τημ περγελούν, γιατί σιάζουνται μη γινατώσ’ και τα’ς ξεσίσ’ τα σκουτιά, ίσια ίσια που τημ’ παινούν και τα λέν : ‘’Τι καλό πσιουπί πούειν η νυφίτσα… τι χρυσοχέρα..τα χέρια τα άνεμος, στο ράψ’μο και στο ξόμπλιασμα πρώτ’απ’όλες τα συντρίφισσες της.. άφσε πάλε στ’αργαλεικά και στα μέσα του σπιτιού..βερβερίτσα!! γλήγορη και παστρική!!.. καλότυχος και καλόημερος ποιος θα πήμ πάρ’.. άμ! Τόσες προξενειές τα’ήρθαν κι όλ’απ’ αρχοντοπουλα μόν’ αυτή δε δίν’το λόγο της, γιατί καιτεράει το γυτό του ρήγα που κοστίζει το φλωρί και και πέφτει το λαγάρι…

Αυτό το μικρό ξούντιο που τρυπών’ στους τοίχους, στις πέτρες, στα κούφια δέντρα, στις καλύβες και στα κελάρια μια φορά κι έναν καιρό, όπως μου ΄λεγε η κάκω μου η Στεφανίγαινα, ήταν τσιουπί και τι τσιουπί! Χρυσοτσιούπ’ και χρυσονοικοκυρά. Ήταν αρραβωνιασμένο και ‘τοίμαζε όλα τα προικιά τ’είχε λευκάν’ το παννί για να φειάκ’ τα ‘ποκάμ’σα, είχε ράψ’ τα φουστάνια του, είχε γυφάν’ τα ποδιές του, είχε πλέξ’ τς δώρες του που θάδνε στο σόι του γαμπρού κι όλο ‘τοίμαζε κι όλο γύφαινε το’ να και τα’άλλο για τη νυφιάτ’κη τα’ν αρμάτα του. Όντας ζύγων ημέρα για το γάμο, η γιαδερφή τα η μεγαλύτερη που ήταν ανύπαντρη απ’τη ζήλεια κι απ’την κακίγια της τα έκλεψε όλ’ τα’ν αρμάτα και την άφηκε χωρίς ράμμα στο βελόν που λέει ο λόγος. Τότε κι αυτή παρακάλεσε τήμ Παναίγια και τ’ν έκανε νυφίτσα και γυρεύ’ σ’όλες τα μεριές και στις κλείδωσες, στα σπίτια, στα κελλάρια, στις μπίμτσες, στις μεσάντρες και στα μαντζάτα για να βρή τα προικιά τα που τα’χε κλέψ’ η γιαδερφή τα κι άμα βρή σκουτιά νυφιάτ’κα από το γινάτ’της τα κόβ, τα ξεσκάει, τα κάν’κομμάτια γιατί τα λέει δ’κά τα και δε θέλ’να τα τα χαρή η γιαδερφή της που τ’ς τα ‘κλεψε. Τα τσιουπιά τα παντρειγιάς ξέρ’ν, που η νυφίτσα κυνηγάει και κατακομματιάζ’ τα αρμάτες τους γι αυτό δίπλα στα σκουτιά τους τα νυφιάτ’κα και βάνουν τρείς τέσσερις νύφες από λαντζιάδια, έτσ’ σαν κούκλες και μ’αυτί η νυφίτσα ξεχάζ’ και χαίρεται και δεν ξεσκάει τίποτες. Η νυφίτσα ‘φκαριστιέται πολύ να γλέπ’τα τσιουπιά να πλέκ’ν και να φειάν’ν τα ξόμπλια και τα νυχάκια, τα ραφές και τα καγκέλια, τα ψαροκόκκαλα και το στάγκο στα τσιεράπια πάν’πολλές βολές και στα νυχτέρια τους, κι όντας λευκαίν’ το παννί στο ποτάμ’ κι εκεί τους βγαίν’,ζυγων στα τσιουπιά τα γλέπ’ έτσ’ κατάματα εδώ και κείγια για, παίζ’ απ’τη χαρά τα’ς και κρύβετ’ανάμεσα σ’τα πέτρες και πάλε βγαίν’ και πάλε μετακρύβεται και λογιάζ’ πότε τα τσιουπιά, πότε τα λευκαμένα ‘πουκάμ’σα πούειναι απλωμένα στις γούστραβες πέτρες τς ποταμιάς σαν να λέη στις συντρόφ’σες της. ‘’Κι εγώ μια βολά έτσ’ ‘τοίμαζα τ’ν αρμάτα μου και τα προικιά μ’ μόν’ η σύλλα η γιαδέρφη μ’απ’το φτόνο της μισήλεψε τα’ν αρμάτα μου και δε μ’άφηε να τη χαρώ.. Τα τιουπιά τη γλέπ’ν και χαζεύουν, κι αυτά με ταύτ’ και γελούν και τς λέν : ‘’Παίξε, νύφ’ να σε ιδούμε… παίξε νύφ. Να σε ιδούμε…’’ μόν’ δεν τημ πειράζ’ν κι ούτε τημ περγελούν, γιατί σιάζουνται μη γινατώσ’ και τα’ς ξεσίσ’ τα σκουτιά, ίσια ίσια που τημ’ παινούν και τα λέν : ‘’Τι καλό πσιουπί πούειν η νυφίτσα… τι χρυσοχέρα..τα χέρια τα άνεμος, στο ράψ’μο και στο ξόμπλιασμα πρώτ’απ’όλες τα συντρίφισσες της.. άφσε πάλε στ’αργαλεικά και στα μέσα του σπιτιού..βερβερίτσα!! γλήγορη και παστρική!!.. καλότυχος και καλόημερος ποιος θα πήμ πάρ’.. άμ! Τόσες προξενειές τα’ήρθαν κι όλ’απ’ αρχοντοπουλα μόν’ αυτή δε δίν’το λόγο της, γιατί καιτεράει το γυτό του ρήγα που κοστίζει το φλωρί και και πέφτει το λαγάρι…
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Αυτό το μικρό ξούντιο που τρυπών’ στους τοίχους, στις πέτρες, στα κούφια δέντρα, στις καλύβες και στα κελάρια μια φορά κι έναν καιρό, όπως μου ΄λεγε η κάκω μου η Στεφανίγαινα, ήταν τσιουπί και τι τσιουπί! Χρυσοτσιούπ’ και χρυσονοικοκυρά. Ήταν αρραβωνιασμένο και ‘τοίμαζε όλα τα προικιά τ’είχε λευκάν’ το παννί για να φειάκ’ τα ‘ποκάμ’σα, είχε ράψ’ τα φουστάνια του, είχε γυφάν’ τα ποδιές του, είχε πλέξ’ τς δώρες του που θάδνε στο σόι του γαμπρού κι όλο ‘τοίμαζε κι όλο γύφαινε το’ να και τα’άλλο για τη νυφιάτ’κη τα’ν αρμάτα του. Όντας ζύγων ημέρα για το γάμο, η γιαδερφή τα η μεγαλύτερη που ήταν ανύπαντρη απ’τη ζήλεια κι απ’την κακίγια της τα έκλεψε όλ’ τα’ν αρμάτα και την άφηκε χωρίς ράμμα στο βελόν που λέει ο λόγος. Τότε κι αυτή παρακάλεσε τήμ Παναίγια και τ’ν έκανε νυφίτσα και γυρεύ’ σ’όλες τα μεριές και στις κλείδωσες, στα σπίτια, στα κελλάρια, στις μπίμτσες, στις μεσάντρες και στα μαντζάτα για να βρή τα προικιά τα που τα’χε κλέψ’ η γιαδερφή τα κι άμα βρή σκουτιά νυφιάτ’κα από το γινάτ’της τα κόβ, τα ξεσκάει, τα κάν’κομμάτια γιατί τα λέει δ’κά τα και δε θέλ’να τα τα χαρή η γιαδερφή της που τ’ς τα ‘κλεψε. Τα τσιουπιά τα παντρειγιάς ξέρ’ν, που η νυφίτσα κυνηγάει και κατακομματιάζ’ τα αρμάτες τους γι αυτό δίπλα στα σκουτιά τους τα νυφιάτ’κα και βάνουν τρείς τέσσερις νύφες από λαντζιάδια, έτσ’ σαν κούκλες και μ’αυτί η νυφίτσα ξεχάζ’ και χαίρεται και δεν ξεσκάει τίποτες. Η νυφίτσα ‘φκαριστιέται πολύ να γλέπ’τα τσιουπιά να πλέκ’ν και να φειάν’ν τα ξόμπλια και τα νυχάκια, τα ραφές και τα καγκέλια, τα ψαροκόκκαλα και το στάγκο στα τσιεράπια πάν’πολλές βολές και στα νυχτέρια τους, κι όντας λευκαίν’ το παννί στο ποτάμ’ κι εκεί τους βγαίν’,ζυγων στα τσιουπιά τα γλέπ’ έτσ’ κατάματα εδώ και κείγια για, παίζ’ απ’τη χαρά τα’ς και κρύβετ’ανάμεσα σ’τα πέτρες και πάλε βγαίν’ και πάλε μετακρύβεται και λογιάζ’ πότε τα τσιουπιά, πότε τα λευκαμένα ‘πουκάμ’σα πούειναι απλωμένα στις γούστραβες πέτρες τς ποταμιάς σαν να λέη στις συντρόφ’σες της. ‘’Κι εγώ μια βολά έτσ’ ‘τοίμαζα τ’ν αρμάτα μου και τα προικιά μ’ μόν’ η σύλλα η γιαδέρφη μ’απ’το φτόνο της μισήλεψε τα’ν αρμάτα μου και δε μ’άφηε να τη χαρώ.. Τα τιουπιά τη γλέπ’ν και χαζεύουν, κι αυτά με ταύτ’ και γελούν και τς λέν : ‘’Παίξε, νύφ’ να σε ιδούμε… παίξε νύφ. Να σε ιδούμε…’’ μόν’ δεν τημ πειράζ’ν κι ούτε τημ περγελούν, γιατί σιάζουνται μη γινατώσ’ και τα’ς ξεσίσ’ τα σκουτιά, ίσια ίσια που τημ’ παινούν και τα λέν : ‘’Τι καλό πσιουπί πούειν η νυφίτσα… τι χρυσοχέρα..τα χέρια τα άνεμος, στο ράψ’μο και στο ξόμπλιασμα πρώτ’απ’όλες τα συντρίφισσες της.. άφσε πάλε στ’αργαλεικά και στα μέσα του σπιτιού..βερβερίτσα!! γλήγορη και παστρική!!.. καλότυχος και καλόημερος ποιος θα πήμ πάρ’.. άμ! Τόσες προξενειές τα’ήρθαν κι όλ’απ’ αρχοντοπουλα μόν’ αυτή δε δίν’το λόγο της, γιατί καιτεράει το γυτό του ρήγα που κοστίζει το φλωρί και και πέφτει το λαγάρι…

Ρεμπέλης, Χαράλαμπος
Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (EL)

Παραδόσεις

Ήπειρος, Κόνιτσα, Βούρμπιανη


1929




Λ. Α. αρ. 1569 Γ, σελ. 98-99, 8, Χ. Ρεμπέλη, Κόνιτσα, 1929

Text

Greek

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el

http://hdl.handle.net/20.500.11853/293937



*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)