Το Σφαλάγκι, (αράχνη), ο μέρμηγκας κι’ η μέλισσα ήσαν αδρέφια κι’ είχαν μια μάννα και κάποτες ανημπόρεψε η μάννα τους και φώναξε κοντά της τα παιδιά της να τους δώση την ευχή.’’Ώχ, ρώτα,λέει το σφαλάγκι,εγώ ιδιάζομια πανί, δεν έχω καιρό να πάω..’’Την καταράθηκε πια η μάννα της ούλο να ιδιάζεται κι’ούλο να της το χαλάνε. Πάνε στο μέρμηγκα, του λένε : Η μάννα σου δεν είναι καλά,ναρθής να σε ιδή πριν πεθάνη. –Ου τώρα βάνω γέννημα στην αποθήκη, λέει εκείνος δεν αδειάξω. Τον καταράθηκε κι’αυτόν η μάννα του να σοδιάζη και χαίρι να μην έιδη. Μήνυσαν και της μέλισσας. Εκείνη εζύμωνε και πιλάλισε όπως ήτονε, με τα ζυμάρια στα χέρια - είδες που η μέλισσα έχει στάπ πόδια της κολλημένο ζυμαράκι. Σαν την είδε η μάννα της, φχαριστήθηκε πλιά και της έδωκε την ευχή της, να είναι πάντα γλυκαμένη κι ότ’ι πιάνει να φτουράη.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών