Μια φορά κι έναν καιρό ένας πατέρας είχε τέσσερα κορίτσια και τον κάλεσαν να πάει στο στρατό.Αυτός τότες άρχεψε να κλαίει. Πηγαίνει το μεγαλύτερο κορίτσι και του λέει : Τι κλαίς πατέρα ; Τι να μη κλάψω κόρη μου θα πάω στο στρατό! Θα πάς πατέρα,χρέος σου είναι.Πηγαίνει και η δεύτερη και η Τρίτη πάλι τα ίδια τον είπαν.Πηγαίνει και η τέταρτη και του λέει. – Τι κλαίς πατέρα ; -Να με καλούν στο στρατό! –Ά μην κλαίς πατέρα θα πάω κι εγώ. –Μα πώς θα πάς εσύ κορίτσι πράμμα. – Εγώ θα πάω,ξαναλέει η μικρότερη. Βάζει παντελόνια,κόβει τα μαλλιά της κι έφυγε και γράφτηκε Θόδωρης. Την έλεγαν Θοδώρα! Εκανε δύο χρόνια στο στρατό κανένας δεν την κατάλαβε που ήτανε κορίτσι. Όταν απολύθηκε ανέβηκε στ’άλογο και φώναξε η φοράδα : Θοδώρα πήγα,Θόδωρος φεύγω! Τότε ένα στρατιώτης ‘αρχισε να την κηνυγά για να την πάρη. Αυτή δεν ήθελεν όμως να τον πάρει για να μη προσβάλει τον πατέρα της. Μα αυτός μπόρεσε και την πήρε και την πήγε σπίτι του. Δώδεκα χρόνια την είχε μα αυτή δεν του μιλούσε γιατί δεν την άφισε να πάει στον πατέρα της! Όλοι τότε είπαν πως είναι βουβιά. Τότες αυτός πήρε άλλη γυναίκα. Όταν πάν στην εκκλησιά να σταφανωθούν έδουσαν σ’όλοι κεριά,έδουσαν και στη βουβιά. Κάηκε το κερί της και η νύφη κάτω από τα στέφανα μίλησε : Το χέρι της θα καεί και η βουβιά το κερί της δεν το σβάει. Τότε η βουβιά είπε : Ού! Μαρή εγώ δώδεκα χρόνια βάσταξα και δε μίλησα κι αυτή μια ώρα δε μπόρεσε να κάνει.Θεέ μου κάνε μου πουλί να πετώ και να τραγουδώ της νύφης το τραγούδι : είπε η βουβιά. Κι τότες έγινε πουλί. Κι ο άντρας της απ’τον καημό του έριξε το μαχαίρι και την έκουψε τη γούνα και τώρα είναι σαν ψαλίδι η ουρά της και τραγουδεί της νύφης το τραγούδι. Όποιος το κατάλαβε ας πεί τι πουλί είναι…

Μια φορά κι έναν καιρό ένας πατέρας είχε τέσσερα κορίτσια και τον κάλεσαν να πάει στο στρατό.Αυτός τότες άρχεψε να κλαίει. Πηγαίνει το μεγαλύτερο κορίτσι και του λέει : Τι κλαίς πατέρα ; Τι να μη κλάψω κόρη μου θα πάω στο στρατό! Θα πάς πατέρα,χρέος σου είναι.Πηγαίνει και η δεύτερη και η Τρίτη πάλι τα ίδια τον είπαν.Πηγαίνει και η τέταρτη και του λέει. – Τι κλαίς πατέρα ; -Να με καλούν στο στρατό! –Ά μην κλαίς πατέρα θα πάω κι εγώ. –Μα πώς θα πάς εσύ κορίτσι πράμμα. – Εγώ θα πάω,ξαναλέει η μικρότερη. Βάζει παντελόνια,κόβει τα μαλλιά της κι έφυγε και γράφτηκε Θόδωρης. Την έλεγαν Θοδώρα! Εκανε δύο χρόνια στο στρατό κανένας δεν την κατάλαβε που ήτανε κορίτσι. Όταν απολύθηκε ανέβηκε στ’άλογο και φώναξε η φοράδα : Θοδώρα πήγα,Θόδωρος φεύγω! Τότε ένα στρατιώτης ‘αρχισε να την κηνυγά για να την πάρη. Αυτή δεν ήθελεν όμως να τον πάρει για να μη προσβάλει τον πατέρα της. Μα αυτός μπόρεσε και την πήρε και την πήγε σπίτι του. Δώδεκα χρόνια την είχε μα αυτή δεν του μιλούσε γιατί δεν την άφισε να πάει στον πατέρα της! Όλοι τότε είπαν πως είναι βουβιά. Τότες αυτός πήρε άλλη γυναίκα. Όταν πάν στην εκκλησιά να σταφανωθούν έδουσαν σ’όλοι κεριά,έδουσαν και στη βουβιά. Κάηκε το κερί της και η νύφη κάτω από τα στέφανα μίλησε : Το χέρι της θα καεί και η βουβιά το κερί της δεν το σβάει. Τότε η βουβιά είπε : Ού! Μαρή εγώ δώδεκα χρόνια βάσταξα και δε μίλησα κι αυτή μια ώρα δε μπόρεσε να κάνει.Θεέ μου κάνε μου πουλί να πετώ και να τραγουδώ της νύφης το τραγούδι : είπε η βουβιά. Κι τότες έγινε πουλί. Κι ο άντρας της απ’τον καημό του έριξε το μαχαίρι και την έκουψε τη γούνα και τώρα είναι σαν ψαλίδι η ουρά της και τραγουδεί της νύφης το τραγούδι. Όποιος το κατάλαβε ας πεί τι πουλί είναι…
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Μια φορά κι έναν καιρό ένας πατέρας είχε τέσσερα κορίτσια και τον κάλεσαν να πάει στο στρατό.Αυτός τότες άρχεψε να κλαίει. Πηγαίνει το μεγαλύτερο κορίτσι και του λέει : Τι κλαίς πατέρα ; Τι να μη κλάψω κόρη μου θα πάω στο στρατό! Θα πάς πατέρα,χρέος σου είναι.Πηγαίνει και η δεύτερη και η Τρίτη πάλι τα ίδια τον είπαν.Πηγαίνει και η τέταρτη και του λέει. – Τι κλαίς πατέρα ; -Να με καλούν στο στρατό! –Ά μην κλαίς πατέρα θα πάω κι εγώ. –Μα πώς θα πάς εσύ κορίτσι πράμμα. – Εγώ θα πάω,ξαναλέει η μικρότερη. Βάζει παντελόνια,κόβει τα μαλλιά της κι έφυγε και γράφτηκε Θόδωρης. Την έλεγαν Θοδώρα! Εκανε δύο χρόνια στο στρατό κανένας δεν την κατάλαβε που ήτανε κορίτσι. Όταν απολύθηκε ανέβηκε στ’άλογο και φώναξε η φοράδα : Θοδώρα πήγα,Θόδωρος φεύγω! Τότε ένα στρατιώτης ‘αρχισε να την κηνυγά για να την πάρη. Αυτή δεν ήθελεν όμως να τον πάρει για να μη προσβάλει τον πατέρα της. Μα αυτός μπόρεσε και την πήρε και την πήγε σπίτι του. Δώδεκα χρόνια την είχε μα αυτή δεν του μιλούσε γιατί δεν την άφισε να πάει στον πατέρα της! Όλοι τότε είπαν πως είναι βουβιά. Τότες αυτός πήρε άλλη γυναίκα. Όταν πάν στην εκκλησιά να σταφανωθούν έδουσαν σ’όλοι κεριά,έδουσαν και στη βουβιά. Κάηκε το κερί της και η νύφη κάτω από τα στέφανα μίλησε : Το χέρι της θα καεί και η βουβιά το κερί της δεν το σβάει. Τότε η βουβιά είπε : Ού! Μαρή εγώ δώδεκα χρόνια βάσταξα και δε μίλησα κι αυτή μια ώρα δε μπόρεσε να κάνει.Θεέ μου κάνε μου πουλί να πετώ και να τραγουδώ της νύφης το τραγούδι : είπε η βουβιά. Κι τότες έγινε πουλί. Κι ο άντρας της απ’τον καημό του έριξε το μαχαίρι και την έκουψε τη γούνα και τώρα είναι σαν ψαλίδι η ουρά της και τραγουδεί της νύφης το τραγούδι. Όποιος το κατάλαβε ας πεί τι πουλί είναι…

Αναγνωστόπουλος, Δημ.
Αναγνωστόπουλος, Δημ. (EL)

Παραδόσεις

Ορεστιάδα, Μηλιά


1959




Λ. Α. αρ. 2374, σελ. 31-2, Δημ.Αναγνωστοπούλου, Μηλιά Ορεστιάδος, 1959

Text

Greek




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)