Δυο αθρώποι ξεβαρκάρανε μια φορά στην Τριαμαθιά, χωρίς να το ξέρουνε. Πήγανε σ’ένα σπίτι, το πρώτο σπίτι που βρήκανε. Το σπίτι είχε δύο σκύλους μεγάλους στην πόρτα ένα από κάθε παραστάτη. Αφίνανε τον άθρωπο να μπή,μα δεν τον αφήανανε να βγή. Μπήκανε μέσα και βρήκανε μια γυναίκα με το παιδί της. Αυτή φόρειενε τζεμπέρι και δεν είδενε το τρίτο μάτι, Γιατί οι Τριαμάτηδες το τρίτο μάτι το ‘χανε στον καφά. Άμα τα’είδενε η νοικοκερά λέει του παιδιού τζης σιγά σιγά : -Βλέπε, παιδί μου, να μη φύγουνε να πα να φέρω τον πατέρα σου να τσι σφάξη να φάμε τα βεβιδόλια των. (όρχεις). Φεύγει η μάνα κι’άργησε να γυρίση. Ρωτούνε αυτοί το κοπέλι : - Που πάει, παιδί μου η μάνα σου κι’ άργησε να γυρίση; -Πάει να φέρη τον πατέρα μου να σάσε σφάξη να φάμε τα βεβιδόλια σας. –Μωρέ. Ξανοίγουν τον καφά του κοπελιού και θωρούν και τα’άλλο μάτι. –Μωρέ! Στους Τριαμάτηδες επέσαμε. Συνενουούνται κι’αυτοί και σφάζουν το παιδί, το κάνουνε δυο κομμάτια το ρίχνουνε στοι σκύλους και τα’αφήνουνε και φεύγουνε όξω. Πάνε στο καράβι ντων κι’απού φύγει φύγει.

Δυο αθρώποι ξεβαρκάρανε μια φορά στην Τριαμαθιά, χωρίς να το ξέρουνε. Πήγανε σ’ένα σπίτι, το πρώτο σπίτι που βρήκανε. Το σπίτι είχε δύο σκύλους μεγάλους στην πόρτα ένα από κάθε παραστάτη. Αφίνανε τον άθρωπο να μπή,μα δεν τον αφήανανε να βγή. Μπήκανε μέσα και βρήκανε μια γυναίκα με το παιδί της. Αυτή φόρειενε τζεμπέρι και δεν είδενε το τρίτο μάτι, Γιατί οι Τριαμάτηδες το τρίτο μάτι το ‘χανε στον καφά. Άμα τα’είδενε η νοικοκερά λέει του παιδιού τζης σιγά σιγά : -Βλέπε, παιδί μου, να μη φύγουνε να πα να φέρω τον πατέρα σου να τσι σφάξη να φάμε τα βεβιδόλια των. (όρχεις). Φεύγει η μάνα κι’άργησε να γυρίση. Ρωτούνε αυτοί το κοπέλι : - Που πάει, παιδί μου η μάνα σου κι’ άργησε να γυρίση; -Πάει να φέρη τον πατέρα μου να σάσε σφάξη να φάμε τα βεβιδόλια σας. –Μωρέ. Ξανοίγουν τον καφά του κοπελιού και θωρούν και τα’άλλο μάτι. –Μωρέ! Στους Τριαμάτηδες επέσαμε. Συνενουούνται κι’αυτοί και σφάζουν το παιδί, το κάνουνε δυο κομμάτια το ρίχνουνε στοι σκύλους και τα’αφήνουνε και φεύγουνε όξω. Πάνε στο καράβι ντων κι’απού φύγει φύγει.
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Δυο αθρώποι ξεβαρκάρανε μια φορά στην Τριαμαθιά, χωρίς να το ξέρουνε. Πήγανε σ’ένα σπίτι, το πρώτο σπίτι που βρήκανε. Το σπίτι είχε δύο σκύλους μεγάλους στην πόρτα ένα από κάθε παραστάτη. Αφίνανε τον άθρωπο να μπή,μα δεν τον αφήανανε να βγή. Μπήκανε μέσα και βρήκανε μια γυναίκα με το παιδί της. Αυτή φόρειενε τζεμπέρι και δεν είδενε το τρίτο μάτι, Γιατί οι Τριαμάτηδες το τρίτο μάτι το ‘χανε στον καφά. Άμα τα’είδενε η νοικοκερά λέει του παιδιού τζης σιγά σιγά : -Βλέπε, παιδί μου, να μη φύγουνε να πα να φέρω τον πατέρα σου να τσι σφάξη να φάμε τα βεβιδόλια των. (όρχεις). Φεύγει η μάνα κι’άργησε να γυρίση. Ρωτούνε αυτοί το κοπέλι : - Που πάει, παιδί μου η μάνα σου κι’ άργησε να γυρίση; -Πάει να φέρη τον πατέρα μου να σάσε σφάξη να φάμε τα βεβιδόλια σας. –Μωρέ. Ξανοίγουν τον καφά του κοπελιού και θωρούν και τα’άλλο μάτι. –Μωρέ! Στους Τριαμάτηδες επέσαμε. Συνενουούνται κι’αυτοί και σφάζουν το παιδί, το κάνουνε δυο κομμάτια το ρίχνουνε στοι σκύλους και τα’αφήνουνε και φεύγουνε όξω. Πάνε στο καράβι ντων κι’απού φύγει φύγει.

Λιουδάκη, Μαρία
Λιουδάκη, Μαρία (EL)

Παραδόσεις

Κρήτη, Ακούμπα


1948




Λ. Α. αρ. 2396, σελ. 201-202 , Μαρίας Λιουδάκη, Ακούμπα Ρεθύμνου Κρήτης, 1948

Text

Greek




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)