Μια φορά ο γέρο - Κατσούλης είχε τα πρόβατα του και τα είχε σταλισμένα κάτω από ένα δέντρο και ο ίδιος ήταν γυρμένος κάτω από το δέντρο και λαγοκοιμότανε. Ε - ίχε κι’ ένα σκυλάκι κοντά του κιέκεί που κοιμότανε τα’ακούει κι’αλυχτάει, μα τι να σου πώ, χάλαγε τον κόσμο. Ανοίγει τα μάτια του και γλέπει ένα φίδι μεγάλο σαν άνθρωπος. Το μάτι του ήταν τόσο, σαν ένα μεγάλο καρύδι. Έκαμε σα πέρα και χάθηκε. Τήραξε από δώ ο Κατσόουλης, να βρή την τρούπα του, τήραξε από κεί, τίποτε. Ο ίδιος ο Κατσούλης μια άλλη φορά κοιμόταν σε μια ρεμματιά. Ακούει τα’αγκάθια, τα κλαριά τρίζανε. Τηράει και γλέπει ένα θεριό, ούτε φίδι, ούτε άνθρωπος. Ήτανε ούλο γαιτάνια : πράσινα, κόκκινα, γαλάζα και στο κούτελό του είχε δυό πράματα σαν βωδότσεπα και λάμπανε. Παίρνει πέτρες για να το βαρέση και τι πέτρες κάτι τόσες, εκατό δράμια, μιδή οκά! Εκείνες πηδάγανε γύρω του και δεν το βαρήγανε. Μα δεν εσάλευε και εκείνο μπίτι! Εθάρρεψε ο Κατσούλης και το ζύγωσε και πήγε κοντά του, έκανε το σταυρό του κι’είπε : ‘’Παναγία μου !’’. Εκείνο στάθηκε ξερό κι’απ’εκεί που ήταν γυρισμένο κατά πάνω το έστριψρ και μπήκε μέσα σε μια τρούπα. Χώνεται αυτόν από πίσω του, ήταν μεγάλη που χωρούσε άνθρωπος- και σα μπήκε λιγουλάκι πάρα μέσα, τηράει και τι να ιδή ; κάρκαρο, βάθος που χανόταν το μάτι σου. Γύρισε πίσω τρεμουλιασμένος.
This item is provided by the institution :
Academy of Athens
Repository :
Archives of Proverbs and Popular Legends of the Hellenic Folklore Research Centre, Academy of Athens