Μια φορά και ένα καιρό στο Πεδουλά έχει μια τοποθεσία που ονομάζετε τρίματος διότι είχε ένα δράκο με τρία μάτια και έτρωγεν τον κόσμο που επήγαιναν να φέρουν νερό επειδή δεν είχε νερό στο χωριό. Αυτός εζούσε σ’ένα μέρος μέσα στους λάτους όπου αυτό το μέρος ήτο ακαλιέργιτο. Όποιος επήγαινε να γεμώση το έπερνεν και το εχόγλα. Εκεί είχε μια κανίστρα όπου εθικάζοντο πανί οι χωριανοί. Μια μέρα επήεν μια γυναίκα και επήραν το κόσκινο γεμάτο κανιά, για να θκιασθή πανί. Εκεί επειδή επήγαιναν να φέρουν νερό εχάνοντο τα μωρά. Μια μέρα επήεν μια γυναίκα και ηύρεν την μαίρισαν γεμάτη πόδια και κεφάλια των μορών πάνω στην φωτιάν μώλις την ίδεν επήεν μές τον βάτον. Και άμα και ίδεν τον τα όψισεν τα κανιά και έψυεν και επέρασεν τον ποταμόν ο Τρίματος μώλις την ίδεν της εφώναξαν που πάεις κουμέρα Αννού. Ήντα να σου πώ κουμπάρε μου έχασα ένα κανί όχι έλα και τα πανιά σου εν σωστά, όχι, έχασα ένα κανί. Και αυτή επήεν στο χωρκό και το είπεν του κόσμου και ο κόσμος επήεν και το ηύραν μέσα στον βάτον και με την μαίρισαν και έτρωεν αυτός, και αυτοί του έδωσαν φωτιά και τον έκαψαν. Η Τριμάτα έκατσεν πάνω στην πέτρα με τα Τριματούθκια της και έκλεεν και έλεγεν έχασα το παπόρι μου και επήεν μεσ’ τον βάτον του βάτου του εκρούσασι και έκατσα και έκλεα το. Και ύστερα εσκοτώσαν την και αυτήν και τα Τριματούθαιαν της.

Μια φορά και ένα καιρό στο Πεδουλά έχει μια τοποθεσία που ονομάζετε τρίματος διότι είχε ένα δράκο με τρία μάτια και έτρωγεν τον κόσμο που επήγαιναν να φέρουν νερό επειδή δεν είχε νερό στο χωριό. Αυτός εζούσε σ’ένα μέρος μέσα στους λάτους όπου αυτό το μέρος ήτο ακαλιέργιτο. Όποιος επήγαινε να γεμώση το έπερνεν και το εχόγλα. Εκεί είχε μια κανίστρα όπου εθικάζοντο πανί οι χωριανοί. Μια μέρα επήεν μια γυναίκα και επήραν το κόσκινο γεμάτο κανιά, για να θκιασθή πανί. Εκεί επειδή επήγαιναν να φέρουν νερό εχάνοντο τα μωρά. Μια μέρα επήεν μια γυναίκα και ηύρεν την μαίρισαν γεμάτη πόδια και κεφάλια των μορών πάνω στην φωτιάν μώλις την ίδεν επήεν μές τον βάτον. Και άμα και ίδεν τον τα όψισεν τα κανιά και έψυεν και επέρασεν τον ποταμόν ο Τρίματος μώλις την ίδεν της εφώναξαν που πάεις κουμέρα Αννού. Ήντα να σου πώ κουμπάρε μου έχασα ένα κανί όχι έλα και τα πανιά σου εν σωστά, όχι, έχασα ένα κανί. Και αυτή επήεν στο χωρκό και το είπεν του κόσμου και ο κόσμος επήεν και το ηύραν μέσα στον βάτον και με την μαίρισαν και έτρωεν αυτός, και αυτοί του έδωσαν φωτιά και τον έκαψαν. Η Τριμάτα έκατσεν πάνω στην πέτρα με τα Τριματούθκια της και έκλεεν και έλεγεν έχασα το παπόρι μου και επήεν μεσ’ τον βάτον του βάτου του εκρούσασι και έκατσα και έκλεα το. Και ύστερα εσκοτώσαν την και αυτήν και τα Τριματούθαιαν της.
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Μια φορά και ένα καιρό στο Πεδουλά έχει μια τοποθεσία που ονομάζετε τρίματος διότι είχε ένα δράκο με τρία μάτια και έτρωγεν τον κόσμο που επήγαιναν να φέρουν νερό επειδή δεν είχε νερό στο χωριό. Αυτός εζούσε σ’ένα μέρος μέσα στους λάτους όπου αυτό το μέρος ήτο ακαλιέργιτο. Όποιος επήγαινε να γεμώση το έπερνεν και το εχόγλα. Εκεί είχε μια κανίστρα όπου εθικάζοντο πανί οι χωριανοί. Μια μέρα επήεν μια γυναίκα και επήραν το κόσκινο γεμάτο κανιά, για να θκιασθή πανί. Εκεί επειδή επήγαιναν να φέρουν νερό εχάνοντο τα μωρά. Μια μέρα επήεν μια γυναίκα και ηύρεν την μαίρισαν γεμάτη πόδια και κεφάλια των μορών πάνω στην φωτιάν μώλις την ίδεν επήεν μές τον βάτον. Και άμα και ίδεν τον τα όψισεν τα κανιά και έψυεν και επέρασεν τον ποταμόν ο Τρίματος μώλις την ίδεν της εφώναξαν που πάεις κουμέρα Αννού. Ήντα να σου πώ κουμπάρε μου έχασα ένα κανί όχι έλα και τα πανιά σου εν σωστά, όχι, έχασα ένα κανί. Και αυτή επήεν στο χωρκό και το είπεν του κόσμου και ο κόσμος επήεν και το ηύραν μέσα στον βάτον και με την μαίρισαν και έτρωεν αυτός, και αυτοί του έδωσαν φωτιά και τον έκαψαν. Η Τριμάτα έκατσεν πάνω στην πέτρα με τα Τριματούθκια της και έκλεεν και έλεγεν έχασα το παπόρι μου και επήεν μεσ’ τον βάτον του βάτου του εκρούσασι και έκατσα και έκλεα το. Και ύστερα εσκοτώσαν την και αυτήν και τα Τριματούθαιαν της.

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (EL)

Παραδόσεις

Κύπρος, Πεδουλάς


1960




Λ. Α. αρ. 2353, σελ. 187-188, Γεωργ. Κ. Σπυριδάκη (διά μαθητών), Πεδουλάς Κύπρου, 1960

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.