Στ’ Αγόρανα είναι στην ηγήν μελιγούντα χρήματα. Κάποιος ζευγιτής εκεί πόκανε χωράφι του σκάλωσε το γυνί στη ξάβα του καταράχτη. Ανοίει και τι γλέπει! Σπίτι ολόβολο πόλαμπε από φλωρί.Κατηβαίνει, φορτώνεται ένα σακκούλι φλωρί και κινάει να βγή. Αλλά μότι έφτακε στην πορτιά, κλείει ο καταρράχτης. Κατάλαβε ότι από τα χρήματα έκλεισε και γύρισε και τάδειασε. Εκεί που τα’άδειαζε τόπεσε ένα φλωρί μέσ’ στο τσαρούχι και δεν το κατάλαβε. Κινάει να βγή, πουθενά ν’ανούξ ο καταρράχτης. Κατηβαίνει πάλε,ξεγγυζώνεται, τινάζεται, βγάζει τα εσαρόνχια του και βρίσκει το φλωρί. Το φίνει κι’ ανεό κάτου κι’ ανοίει ίσια ο καταρράχτης και βγαίνει. Για να μη το μάθουν οι Τούρκοι και πάν και τα βγάλουν ,γιατί τότες που τάβρε ήταν τουρκικό, δε μαρτύρε σε κανένα τον τόπο.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών