Ήμουνα παιδί ημάστενε στην Πάτρα . Μια φτωχειά γυνίκα επόθανε. Το παιδί επήε στον παπά. Έρχεσαι, παπά μου που ‘ πόθανε η μάννα μου, να την ενταφιάσωμε ; Θα με πλερώσης μπροστά του λέει ο παπάς. –Μα δεν έχω , παπά μου, άμα δουλέψω θα σε πλερώσω. Ο παπάς δεν επήαινε , αποφάσισε το παιδί να πάη μόνο του να κάμη τον τάφο και να πάρη 2-3 παιδιά να την ενταφιάση. Εκεί πο ‘ κανε το παιδί τον τάφο ηύρηκε νόμισμα χρυσό , αρκετό. Επήε πάλι στον παπά .- Έλα παπά –Σου είπα να με πλερώσης μπροστά. – Να σε πλερώσω! Του δίνει το νόμισμα. Το βλέπει ο παπάς (θα ‘ ταν και χωματισμένο) εκατάλαβε πως ήταν θησαυρός. Λέει , Που τα βρήκες εσύ ; - Ε κεί που έκανα τον τάφο. –Αυτό μόνο ηύρηκες; - Όχι ηύρα αρκετά. Τι εσκέφτηκε ο παπάς : Να σφάξη έναν τράο με τα κέρατα, με το μούσι, με το δέρμα, να το φορέση, να πάη να του πάρη τα λεφτά. Έσφαξε τον τράο, έβγαλε τα ρούχα του και φόρεσε το δέρμα. Πάει το βράδυ, χτυπάει την πόρτα. ντάκ , ντάκ. Ποιος είσαι; Άνοιξε και θα ‘ δής! Ποιός είσαι; (γιατί το παιδί εφοβούτανε) Από τα πολλά άνοιξε. Μόλις είδε τον τράο, εφοβήθηκε το παιδί. –Μη φοβάσαι, είμαι το Στοιχειό των χρημάτων. Άμα μου τα δώσης, δε θα σου κάμω κακό. Έτρεξε το παιδί του ‘ φερε τα χρήματα φοβισμένο.Λέει. Μου λείπει ένα, που το ‘δωκα του παπά. – Δεν πειράζει. Παίρνει τα λεφτά ο παπάς και πάει σπίτι του να βγάλη το δέρμα. Μα πού! Εκόλλησε απάμου του και δεν έβγαινε. Έμεινε έτσι όλη του τη ζωή. Δεν ερώτησα αν επόθανε με δαύτο. (Πάνε 85 χρόνια που θα ' γινε αυτή η δουλειά.Λένε πως έγινε στον Πύργο της Ηλείας.Είχα πάει στην Πάτρα με το καίκι, που κουβαλούσε σταφίδες απο την Πύλο)

Ήμουνα παιδί ημάστενε στην Πάτρα . Μια φτωχειά γυνίκα επόθανε. Το παιδί επήε στον παπά. Έρχεσαι, παπά μου που ‘ πόθανε η μάννα μου, να την ενταφιάσωμε ; Θα με πλερώσης μπροστά του λέει ο παπάς. –Μα δεν έχω , παπά μου, άμα δουλέψω θα σε πλερώσω. Ο παπάς δεν επήαινε , αποφάσισε το παιδί να πάη μόνο του να κάμη τον τάφο και να πάρη 2-3 παιδιά να την ενταφιάση. Εκεί πο ‘ κανε το παιδί τον τάφο ηύρηκε νόμισμα χρυσό , αρκετό. Επήε πάλι στον παπά .- Έλα παπά –Σου είπα να με πλερώσης μπροστά. – Να σε πλερώσω! Του δίνει το νόμισμα. Το βλέπει ο παπάς (θα ‘ ταν και χωματισμένο) εκατάλαβε πως ήταν θησαυρός. Λέει , Που τα βρήκες εσύ ; - Ε κεί που έκανα τον τάφο. –Αυτό μόνο ηύρηκες; - Όχι ηύρα αρκετά. Τι εσκέφτηκε ο παπάς : Να σφάξη έναν τράο με τα κέρατα, με το μούσι, με το δέρμα, να το φορέση, να πάη να του πάρη τα λεφτά. Έσφαξε τον τράο, έβγαλε τα ρούχα του και φόρεσε το δέρμα. Πάει το βράδυ, χτυπάει την πόρτα. ντάκ , ντάκ. Ποιος είσαι; Άνοιξε και θα ‘ δής! Ποιός είσαι; (γιατί το παιδί εφοβούτανε) Από τα πολλά άνοιξε. Μόλις είδε τον τράο, εφοβήθηκε το παιδί. –Μη φοβάσαι, είμαι το Στοιχειό των χρημάτων. Άμα μου τα δώσης, δε θα σου κάμω κακό. Έτρεξε το παιδί του ‘ φερε τα χρήματα φοβισμένο.Λέει. Μου λείπει ένα, που το ‘δωκα του παπά. – Δεν πειράζει. Παίρνει τα λεφτά ο παπάς και πάει σπίτι του να βγάλη το δέρμα. Μα πού! Εκόλλησε απάμου του και δεν έβγαινε. Έμεινε έτσι όλη του τη ζωή. Δεν ερώτησα αν επόθανε με δαύτο. (Πάνε 85 χρόνια που θα ' γινε αυτή η δουλειά.Λένε πως έγινε στον Πύργο της Ηλείας.Είχα πάει στην Πάτρα με το καίκι, που κουβαλούσε σταφίδες απο την Πύλο)
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Ήμουνα παιδί ημάστενε στην Πάτρα . Μια φτωχειά γυνίκα επόθανε. Το παιδί επήε στον παπά. Έρχεσαι, παπά μου που ‘ πόθανε η μάννα μου, να την ενταφιάσωμε ; Θα με πλερώσης μπροστά του λέει ο παπάς. –Μα δεν έχω , παπά μου, άμα δουλέψω θα σε πλερώσω. Ο παπάς δεν επήαινε , αποφάσισε το παιδί να πάη μόνο του να κάμη τον τάφο και να πάρη 2-3 παιδιά να την ενταφιάση. Εκεί πο ‘ κανε το παιδί τον τάφο ηύρηκε νόμισμα χρυσό , αρκετό. Επήε πάλι στον παπά .- Έλα παπά –Σου είπα να με πλερώσης μπροστά. – Να σε πλερώσω! Του δίνει το νόμισμα. Το βλέπει ο παπάς (θα ‘ ταν και χωματισμένο) εκατάλαβε πως ήταν θησαυρός. Λέει , Που τα βρήκες εσύ ; - Ε κεί που έκανα τον τάφο. –Αυτό μόνο ηύρηκες; - Όχι ηύρα αρκετά. Τι εσκέφτηκε ο παπάς : Να σφάξη έναν τράο με τα κέρατα, με το μούσι, με το δέρμα, να το φορέση, να πάη να του πάρη τα λεφτά. Έσφαξε τον τράο, έβγαλε τα ρούχα του και φόρεσε το δέρμα. Πάει το βράδυ, χτυπάει την πόρτα. ντάκ , ντάκ. Ποιος είσαι; Άνοιξε και θα ‘ δής! Ποιός είσαι; (γιατί το παιδί εφοβούτανε) Από τα πολλά άνοιξε. Μόλις είδε τον τράο, εφοβήθηκε το παιδί. –Μη φοβάσαι, είμαι το Στοιχειό των χρημάτων. Άμα μου τα δώσης, δε θα σου κάμω κακό. Έτρεξε το παιδί του ‘ φερε τα χρήματα φοβισμένο.Λέει. Μου λείπει ένα, που το ‘δωκα του παπά. – Δεν πειράζει. Παίρνει τα λεφτά ο παπάς και πάει σπίτι του να βγάλη το δέρμα. Μα πού! Εκόλλησε απάμου του και δεν έβγαινε. Έμεινε έτσι όλη του τη ζωή. Δεν ερώτησα αν επόθανε με δαύτο. (Πάνε 85 χρόνια που θα ' γινε αυτή η δουλειά.Λένε πως έγινε στον Πύργο της Ηλείας.Είχα πάει στην Πάτρα με το καίκι, που κουβαλούσε σταφίδες απο την Πύλο)

Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (EL)

Παραδόσεις

Κέρκυρα, Οθωνοί


1960




Λ. Α. αρ. 2344, σελ. 454 – 455, Δ. Λουκάτου, νήσις Οθωνοί (Κασιμάτικα) Κερκύρας, 1960

Text

Greek




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)