Ήτανε μια φορά ένας Καστρινός (κάτοικος του Κάστρου της Πλάκας), ελεγότανε Αλικαράκης. Εκαθόντανε το βράδυ στο καφενείο. Από το παράθυρο του ‘γνέφε ένας ξένος να βγή όξω. Εβγήκε αυτός. Ο ξένος τον επήρε και τον εκατέβασε τον Φουρκουβούνι (μικρός ορμίσκος στην είσοδον του λιμανιού) Εκειά είχε μια μικρή βάρκα, σα μια σκάφη και τον επήρε και τον επήε με μεγάλη φουρτούνα στήμ Ερημόμηλο (= νήσον Αντίμηλον) και τον είχε ένα χρόνο μέσα στη σπηλιά του. Οι δικοί του τον είχανε χάσει και τον είχανε για ποθαμένο και του ‘καμε το ξόδι (θρήνον) dου και τα κόλλυβα dου. Ύστερα από ένα χρόνο ο Αράπης τον έβγαλε στον Άη Γιάννη το Σιδεριανό κι’ αυτός εγύρισε στο χωριό και όταν τον είδε η μητέρα dου κ’ η αδερφή του εμείνανε λιπόθυμες. Αυτός τώνε εδιηγήθηκε τι είχε περάσει είχε αφήσει αυτός και πολλά σημεία, γράμματα πάνω στις πέτρες στη σπηλιά του Αράπη και επήγανε οι Μηλιοί και τα είδανε.

Ήτανε μια φορά ένας Καστρινός (κάτοικος του Κάστρου της Πλάκας), ελεγότανε Αλικαράκης. Εκαθόντανε το βράδυ στο καφενείο. Από το παράθυρο του ‘γνέφε ένας ξένος να βγή όξω. Εβγήκε αυτός. Ο ξένος τον επήρε και τον εκατέβασε τον Φουρκουβούνι (μικρός ορμίσκος στην είσοδον του λιμανιού) Εκειά είχε μια μικρή βάρκα, σα μια σκάφη και τον επήρε και τον επήε με μεγάλη φουρτούνα στήμ Ερημόμηλο (= νήσον Αντίμηλον) και τον είχε ένα χρόνο μέσα στη σπηλιά του. Οι δικοί του τον είχανε χάσει και τον είχανε για ποθαμένο και του ‘καμε το ξόδι (θρήνον) dου και τα κόλλυβα dου. Ύστερα από ένα χρόνο ο Αράπης τον έβγαλε στον Άη Γιάννη το Σιδεριανό κι’ αυτός εγύρισε στο χωριό και όταν τον είδε η μητέρα dου κ’ η αδερφή του εμείνανε λιπόθυμες. Αυτός τώνε εδιηγήθηκε τι είχε περάσει είχε αφήσει αυτός και πολλά σημεία, γράμματα πάνω στις πέτρες στη σπηλιά του Αράπη και επήγανε οι Μηλιοί και τα είδανε.
see the original item page
in the repository's web site and access all digital files of the item*
use
the file or the thumbnail according to the license:
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Attribution-NonCommercial-NoDerivatives
CC_BY_NC_ND



Ήτανε μια φορά ένας Καστρινός (κάτοικος του Κάστρου της Πλάκας), ελεγότανε Αλικαράκης. Εκαθόντανε το βράδυ στο καφενείο. Από το παράθυρο του ‘γνέφε ένας ξένος να βγή όξω. Εβγήκε αυτός. Ο ξένος τον επήρε και τον εκατέβασε τον Φουρκουβούνι (μικρός ορμίσκος στην είσοδον του λιμανιού) Εκειά είχε μια μικρή βάρκα, σα μια σκάφη και τον επήρε και τον επήε με μεγάλη φουρτούνα στήμ Ερημόμηλο (= νήσον Αντίμηλον) και τον είχε ένα χρόνο μέσα στη σπηλιά του. Οι δικοί του τον είχανε χάσει και τον είχανε για ποθαμένο και του ‘καμε το ξόδι (θρήνον) dου και τα κόλλυβα dου. Ύστερα από ένα χρόνο ο Αράπης τον έβγαλε στον Άη Γιάννη το Σιδεριανό κι’ αυτός εγύρισε στο χωριό και όταν τον είδε η μητέρα dου κ’ η αδερφή του εμείνανε λιπόθυμες. Αυτός τώνε εδιηγήθηκε τι είχε περάσει είχε αφήσει αυτός και πολλά σημεία, γράμματα πάνω στις πέτρες στη σπηλιά του Αράπη και επήγανε οι Μηλιοί και τα είδανε.

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (EL)

Παραδόσεις

Μήλος, Πλάκα


1959




Λ. Α. αρ. 2304, σελ 261, Γεωργίου Κ. Σπυριδάκη, Μήλος (Πλάκα), 1959

Text

Greek




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)