Άμα dύχ’ κι’ ουνειρευτή κανείς φλουριά ‘ς ένα μέρους, πρέπ’ να μη dου πή κανενού - άμα λήσ’, τότις τα φλουριά γένdι κάρβνα - κι’ απού βραδύς να πάρ στάχτ, να dνι κουσκ’νίσ’ ψλά ψλά κι να πάη να dνι ρήξ’ σι κείν’ τα μιριά που νι τα φλουριά. Τν άλλ’ μέρα προυί προυί να πάη αμίλ’τα να κ’ τάξ’, τι πατημασιές έχ’ απάμ η στάχτ. Κ’ άμα έχ’ αθρουπνή πατημασιά πρέπ’ να σφαχτή άθρουπους σι κείν’ τα μιριά, για να ξιφανιρουθή ου θησαυρός άμα δγή πατημασιά κανενού ζώου τότις πρέπ’ να σφαχτή κείνου του ζώου, πιτνός είνι, σκύλους είνι ότ κι να ν, κ’ έτσ’ δείχνα τα φλουριά. Άμα dύχ’ κι δγή κανείς αθρουπνή πατημασιά, bορεί να μη σφάξ’ άθρουπου, παρά να στάξ’ κουμματάκ’ αίμα αθρουπνό ή απ’ του δαχτλάκ’ τα ή απ’ άλλου μέρους. Μα κείνους ου άθρουπους τότις δε ζή, πιθαίν’. Γιαδαύτου πουτές δε ξιφανιρώνιτι θησαυρός μ’ αθρουπνή πατημασιά. Να έτσ’ ένας μνιά φουρά είδι’ς τουν ύπνου τα, πώς απουκάτ απ’ τη σκάλα του σπιτιού τα είνι κρυμμένα ένα κιούπ φλουριά. Έσκαψι του λοιπόν να βρ’ αυτά τα φλουριά κι κεί που χτύπσι ου κασμάς του κιούπ, αυτός απ τα χαρά τα δε βάσταξι κι φώναξι, "μούρ, μάννα, να τα φλουριά". Κι ‘ς τη στμή βγήκ’ απ του κιούπ ένας καπνός, τούνι χτύπσι’ς τα μάτια κι δεν έγλιπι τίπουτα κ’ άκσε γράν, γκράν, που κατρακυλήσανα τα φλουριά κι χάθκανα. Ύστιρα χτύπαγι του gιφάλ’τα που μίλ’σε, αμ τι ά dου κάν’ς. Τα πήρ’ ού ξαπουδώς, που τούνι στράβουσι μι τουν καπνό κι χάθκι. (Παράφρασις: Άμα τύχη και ονειρευθή κανείς φλουριά ‘ς ένα μέρος, πρέπει να μη ειπή εις κανένα- άμα ομιλήση, τότε τα φλουριά γίνονται καρβουνα - και αποβραδύς να πάρη στάχτη, να την κοσκινίση ψιλά ψιλά και να πάγη να την ρίψη σε κείνο το μέρος, που είναι τα φλουριά. Την άλλην ημέρα πρωί πρωί να πάγη αμίλητα να κυτάξη τι πατημασιές έχει επάνω η στάχτη. Κι’ άμα έχη ανθρωπινή πατησιά πρέπει να σφαχθή άνθρωπος ‘ς εκείνο το μέρος, για να ξεφανερωθή ο θησαυρός άμα ιδή πατησιά κανενού ζώου, τότε πρέπει να σφαχθή εκείνο το ζώο, πετεινός είναι, σκύλος είναι ότι και αν είναι και έτσι δείχνουν τα φλουριά. Άμα τύχη και ιδή κανείς ανθρωπινή πατησιά, ημπόρει να μη σφάξη άνθρωπο, παρά να στάξη ολίγο αίμα ανθρωπινό ή από το δαχτυλάκι του ή από άλλο μέρος. Αλλά ο άνθρωπος εκείνος τότε δεν ζή, πεθαίνει. Γιαυτό ποτέ δε ξεφανερώνεται θησαυρός με ανθρωπινή πατησιά. Έτσι ένας μια φορά είδε ‘ς ύπνο του πώς αποκάτω από τη σκάλα του σπιτιού τους είναι κρυμμένο ένα κιούπι φλουριά. Έσκαψε λοιπόν να εύρη αυτά τα φλουριά και εκεί που εκτύπησε ο κασμάς (η σκαπάνη) το κιούπι, αυτός από τη χαρά του δεν εβάσταξε και εφώναξε, "μώρ μάννα, να τα φλουριά". Και ‘ς τη στιγμή εβγήκε από το κιούπι ένας καπνός, τον εκτύπησε ‘ς τα μάτια και δεν έβλεπε τίποτε, και άκουσε, γράν, γράν, που εκύλησαν προς τα κάτω με ορμή τα φλουριά και εχάθηκαν. Ύστερα εκτύπαγε το κεφάλι του, που ωμίλησε, αλλά τι να το κάνεις; Τα πήρε ο ξαποδώς, που τον εστράβωσε με τον καπνό και χάθηκε.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών