Ένας Πηγαδιώτης κοιμότανε νιά βραδειά κοντά στην εκκλησιά του χωριού του. Κεί που κοιμότανε άκουσ’ ένα βρόντο. Σηκώνει τα μάτια του και γλέπει έναν Αράπη με ένα τσιμπούκι στο στόμα και έβοσκε τοις λίρες του. Από το φόβο του ελούμωξε χάμου και έρρηξε και την καπότα του απάνου του. Από τοις λίρες και τα φλωριά που περνάγανε κοντά του πλακωθήκανε κάμποσα από κάτου στην καπότα. Σκώθηκε την αυγήν τα είδε και τα μασε. Στερνά έμασε και πολλά άλλα που είχαν μείνη στοις μαγάρες. Γιατί όσα τυχαίνει να περάσουνε απάνου σε μαγάρες μένουνε εκεί. (Πηγαδιώτης- Κάτοικος Πηγαδιών, ελούμωξε= Εκρύβη υπο τα σκεπάσματα συνεσταλμένος, τα μασε= τα συνήθροισε, μαγάρες= κόπροι και ούρα ζώων και ανθρώπων) [Πρβλ. Πολίτου Παραδ. Αρ. 427.]
This item is provided by the institution :
Academy of Athens
Repository :
Archives of Proverbs and Popular Legends of the Hellenic Folklore Research Centre, Academy of Athens