Ένας γείτονας μου ερχόταν από το ρέμμα με τη γυναίκα του και με το βώδι του. Μπροστά πήγαινε αυτός και πίσω η γυναίκα του τραβώντας το βώδι με την τριχιά. Εκεί που τράβαγε μπροστά βλέπει το βώδι και πήγαινε ίσα κάτω του κατήφορο.’’ Βρέ, της έφυγε της γυναίκας μου’’λέει. Τρέχει να το τσακώση. Πιλάλα αυτός, πιλάλα το βώδι. Ίδρωσε ο άνθρωπος, φούσκωσε ς’ ένα κατήφορο χάθηκε το αποκορωμένο σαν ν’άνοιξε η γής και το κατάπιε. Γυρίζει εκείνος πίσω, τηράει, τι να ιδή. Η γυναίκα του ως έρχεται πούρναντος το βώδι απ’την τριχιά. Έκανε το σταυρό του ο άνθρωπος. Το λέει της γυναίκας του. ‘’Μπα, του λέει εκείνη, ούτε κι έφυγε το βώδι μια στιγμή από κοντά μου, μόνο είναι κρούσματα σ’αυτό το μέρος και θελήσανε να μας μαλινάρουνε.’’ Τα κρούσματα εδώ τα κάνουν πολλές φορές τέτοια πράματα φανερώνουνται στους ανθρώπους και νομίζουν πως είναι το τραγί τους, το γαιδούρι τους και το κυνηγάν να το τσακώσουνε κ’εκείνο όλο τους ξεφεύγει.
This item is provided by the institution :
Academy of Athens
Repository :
Archives of Proverbs and Popular Legends of the Hellenic Folklore Research Centre, Academy of Athens